Η ιδιωτικοποίηση του νερού ξεκάθαρα ενάντια στο δημόσιο συμφέρον

Γκανούλης ΤΙΤΑΝ

του Φίλιππου Γκανούλη

Περιφερειακού συμβούλου Κεντρικής Μακεδονίας, Επικεφαλής της παράταξης «Οικολογία – Πράσινη Λύση»

Τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά ιδιαίτερα από το 2018 και μετά, η Ευρώπη αντιμετωπίζει απανωτά καλοκαίρια με υψηλές θερμοκρασίες συνοδευόμενα συχνά με ανομβρία.

Σε χώρες με παραδοσιακά υψηλά ποσοστά βροχόπτωσης, πέφτει η στάθμη των λιμνών και των ποταμών κάτω από το όριο της ναυσιπλοΐας και παρουσιάζονται ελλείψεις νερού για άρδευση. Σε άλλες περιοχές, η αύξηση της στάθμης των θαλασσών και η μείωση της στάθμης των υπόγειων υδάτων οδηγεί σε είσοδο του θαλασσινού νερού στην ξηρά, στην υφαλμύρωση και τελικά στην καταστροφή του υπόγειου υδροφορέα.

Στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, αγρότες ποτίζουν ακόμη και το χειμώνα, που αποτελούσε παραδοσιακά εποχή έντονων βροχοπτώσεων. Όμως, έτσι πέφτει γενικά η στάθμη του υπόγειου υδροφορέα, οι ΔΕΥΑ ανά τη χώρα αναγκάζονται να αντλούν από μεγαλύτερα βάθη και σε συνδυασμό με την τρομακτική αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, βρίσκονται στα πρόθυρα χρεοκοπίας ή μετακύλησης του κόστους στους καταναλωτές.

Παρόμοια φαινόμενα παρουσιάζονται, αν και λιγότερο έντονα, στα νησιά του Αιγαίου, όπου ευτυχώς η αφαλάτωση, αν και αυτή είναι πρακτική με υψηλό κόστος όταν δεν συνδυάζεται με ΑΠΕ, έχει δώσει μια τουλάχιστον προσωρινή διέξοδο. Η μεγαλύτερη ανησυχία επικρατεί όμως για την Πελοπόννησο, καθώς όλα τα κλιματικά μοντέλα προβλέπουν ερημοποίησή της μέχρι το 2050.

Και εδώ έρχεται λοιπόν το αυθόρμητο ερώτημα : τι εξυπηρετεί η ιδιωτικοποίηση των πηγών και των δικτύων – εγκαταστάσεων πόσιμου αστικού νερού; Αυτό διαφαίνεται με σαφήνεια από τις ανάλογες προσπάθειες κατά τη διάρκεια των μνημονίων αλλά και με το τελευταίο Ν/Σ (για την Μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων) της απερχόμενης κυβέρνησης, που στοχεύει στα δίκτυα της ΕΥΑΘ, της ΕΥΔΑΠ και των εκάστοτε ΔΕΥΑ καταργώντας μάλιστα κάθε έννοια σεβασμού σε δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και αυτές του ΣτΕ.

Προφανώς, αυτή η πολιτική δεν έχει καμία σχέση με την προστασία του πολύτιμου φυσικού πόρου. Ακόμη και μειώνοντας κατά 50% την κατανάλωση στις πόλεις, η τελική εξοικονόμηση νερού στο σύνολο θα ήταν το πολύ 5%. Μήπως με την ιδιωτικοποίηση αναμένεται μείωση της τιμής και βελτίωση της ποιότητάς του; Η διεθνής εμπειρία δείχνει το αντίθετο: όπου έγινε ιδιωτικοποίηση του νερού, αυξήθηκε σημαντικά η τιμή μονάδας και έπεσε η ποιότητα του «προϊόντος», κυρίως επειδή ελαχιστοποιήθηκαν οι επενδύσεις στα δίκτυα και στις υποδομές και μειώθηκαν οι ποιοτικοί έλεγχοι. Παράλληλα, αυξήθηκε η κατανάλωσή του από ορισμένες κατηγορίες πολιτών, αφού εφαρμόσθηκαν πολιτικές μείωσης της τιμής του όσο αυξανόταν η ποσότητα που «τραβούσε» ο καταναλωτής. Πόλεις σαν το Παρίσι και το Λονδίνο, αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μετά από δύο δεκαετίες απαράδεκτης ιδιωτικής λειτουργίας, αποφάσισαν να επανέλθουν σε δημόσιους φορείς του νερού.

Εντέλει, πώς εξηγείται, ότι αυτοί οι δημόσιου χαρακτήρα οργανισμοί νερού με την «παλαιολιθική» οργάνωση και τους «τεμπέληδες» υπαλλήλους, μπορούσαν και διαχειρίζονταν το προϊόν τους καλύτερα από τους «καταξιωμένους» ιδιώτες;

Η απάντηση δεν είναι απλή, όμως ο κυριότερος λόγος είναι ότι το νερό είναι φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια και δεν «ταιριάζει» στο επιχειρηματικό μοντέλο της κερδοφορίας. Δεν μπορείς να «κατασκευάσεις» νερό, αλλά παίρνεις ότι σου δίνει η φύση. Ο ιδιώτης, που θέλει να αυξήσει τα κέρδη του και να πουλήσει μεγαλύτερες ποσότητες, τάχιστα έρχεται αντιμέτωπος με την έλλειψή των φυσικών αποθεμάτων και την ανάγκη να επενδύσει τεράστια ποσά στις υποδομές του, και αυτό με αναμφίβολα αποτελέσματα και απαράδεκτα υψηλό ρίσκο. Πολύ περισσότερο, δεν είναι διατεθειμένος να επενδύσει σε τεχνικές και πολιτικές ορθολογικής διαχείρισης των λεκανών απορροής και εξυγίανσης του υπόγειου υδροφορέα.

Εν τέλει δεν είναι δουλειά του η βιωσιμότητα μιας κοινωνίας ή ενός κράτους. Δράσεις, όπως η οργανωμένη συλλογή και χρήση του βρόχινου νερού στις πόλεις, αλλά και στην περιφέρεια, η δημιουργία διπλών δικτύων (πόσιμου – μη πόσιμου), η συντήρηση των δικτύων, η χρήση υγιεινών υλικών στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, η αλλαγή των καλλιεργειών που ρυπαίνουν τις πηγές και η προσαρμογή τους σε καταστάσεις ανομβρίας, αντιπλημμυρικά έργα που θα λειτουργούν και ως ταμιευτήρες, η επεξεργασία και επανάχρηση των υγρών αποβλήτων, η ευαισθητοποίηση του κοινού στην εξοικονόμηση νερού, αποτελούν αντικείμενα και έργα που έτσι κι αλλιώς τα «φορτώνεται» ο δημόσιος τομέας. Αλλά, τότε, δεν είναι εντελώς άδικο αλλά και ασύμφορο για την κοινωνία, η ίδια να πληρώνει όλες αυτές τις υποδομές που καθιστούν εφικτή την βιώσιμη άντληση νερού και ένας ιδιώτης, συνήθως ασύδοτος, να κερδίζει από αυτό;

Το νερό από τη φύση του είναι «δημόσιο αγαθό», όσο ο αέρας που αναπνέουμε. Η Δημοκρατία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, είναι η υπερίσχυση του συλλογικού συμφέροντος έναντι του ιδιωτικού. Το κατέδειξε εμφανώς και το δημοψήφισμα που έγινε στη Θεσσαλονίκη το 2014, με το οποίο εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, κυρίως ιδιώτες, ψήφισαν κατά 98% ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, με εμφατικό τρόπο ο ΟΗΕ και η ΕΕ, ήδη από το 2010, έχουν αναγνωρίσει επίσημα ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα «το δικαίωμα πρόσβασης σε ασφαλές και καθαρό πόσιμο νερό και στην αποχέτευση …». Και αυτό αποδείχθηκε ότι δεν μπορεί να εξασφαλιστεί από τον ιδιωτικό τομέα, ιδίως αν προσθέσουμε στο ζήτημα την έννοια της βιωσιμότητας.

Το νερό αποτελεί βασική προϋπόθεση της ζωής, τη βάση για κάθε κοινωνική ανάπτυξη και πρέπει να μείνει έξω από κάθε επιχειρηματική σκοπιμότητα. Είναι αγαθό σε ανεπάρκεια και πρέπει να διασφαλιστεί για εμάς και για τις επόμενες γενιές, ο έλεγχός του από συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη απόφαση. Είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι κατά την εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης θα έπρεπε ως πολίτες να αγωνιστούμε για τη διαθεσιμότητα του νερού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και κατά της απεμπόλησης του κράτους από θεμελιώδη δικαιώματά του. Η μάχη για το νερό, αλλά και την τροφή, την ενέργεια, την υγεία και την ποιότητα ζωής των πολιτών, γίνεται πλέον μάχη για τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της.