Νυχτερινή απαγόρευση, SMS και άλλες καινοτομίες από το δεξιό παρελθόν

Κλέων Γρηγοριάδης SMS

του Κλέωνα Γρηγοριάδη

βουλευτή Β1' Βόρειου Τομέα Αθηνών με το ΜέΡΑ25

Γράφω με αφορμή το SMS και τη νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας. Με αφορμή δύο μέτρα που εξαρχής αποδεχτήκαμε με μεγάλη επιφύλαξη, στηρίζοντας την κοινή προσπάθεια περιορισμού της μετάδοσης. Υπό τον όρο ότι όσο περιορίζουμε, για λίγο, τα στοιχειώδη ατομικά δικαιώματά μας, η κυβέρνηση προετοιμάζει το ΕΣΥ και το σύστημα ιχνηλάτησης.

Ένα χρόνο μετά, τίποτα δεν προετοιμάστηκε, ενώ τα αμφιλεγόμενα ως προς το επιδημιολογικό τους αποτέλεσμα μέτρα μένουν.

Βέβαια, παρόλο που τα μέτρα μένουν, τώρα πια ο κόσμος δεν τα τηρεί ιδιαίτερα. Λίγο ο καιρός που φτιάχνει, λίγο οι έλεγχοι που έχουν χαλαρώσει, λίγο το επικείμενο άνοιγμα του τουρισμού , ίσως σε λίγες μέρες να αποτελούν παρελθόν. Τότε γιατί γράφω σήμερα γι’ αυτά;

Γιατί στην περίπτωση μέτρων σαν αυτά φαίνεται ο τρόπος που έχει δομηθεί η ιδιαίτερη εξουσία της ελληνικής αστυνομίας και του ελληνικού κράτους γενικά. Ένας τρόπος που έρχεται από το παρελθόν, που συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα και που, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα έχει μια ξεκάθαρη σφραγίδα: είναι η ιδεολογική ηγεμονία του πελατειακού κράτους της δεξιάς.

Αυτή έχει δύο όψεις:
Η μία, πολύ σημαντική, είναι η γνωστή όψη της καταστολής. Από τη Νέα Σμύρνη μέχρι τη Λάρισα, η αστυνομική αυθαιρεσία με αφορμή τα μέτρα ξεδιπλώθηκε αποκρουστική όλο το προηγούμενο διάστημα και λειτουργεί απλά: ηγεμονεύω επάνω σου επειδή σε δέρνω, επειδή με φοβάσαι.
Η άλλη, για την οποία δεν έχουμε μιλήσει αρκετά, λειτουργεί ως εξής:

Ως κράτος αδυνατώ να σχεδιάσω μια σοβαρή πολιτική για ένα υπαρκτό πρόβλημα. Μετακυλίοντας την ευθύνη για την ανεπάρκειά μου σε σένα τον πολίτη, σου βάζω έναν παράλογο κανόνα, προσπαθείς να τον τηρήσεις όσο μπορείς, αλλά μετά από λίγο δεν αντέχεις και σταματάς να τον τηρείς. Εγώ το γνωρίζω αυτό και δίνω άτυπη εντολή στους ελεγκτικούς μηχανισμούς να μην πολυελέγχουν.

Αν παρόλα αυτά σε πιάσω όμως μπορεί και να μπλέξεις.
Μπορεί να φας πρόστιμο, μπορεί να συλληφθείς κιόλας αν η φυσιογνωμία σου δεν αρέσει στο όργανο.
Μπορεί να έρθεις την επομένη στο τμήμα να παραπονεθείς, να παρακαλέσεις, να βάλεις ένα δήμαρχο, ένα βουλευτή, έναν επιχειρηματία, έναν παράγοντα τελοσπάντων για να σβήσει το πρόστιμο.
Ανάλογα αν κατάφερες σε κάποιο σημείο να τη γλιτώσεις, σε εκείνο το σημείο χρωστάς χάρη σε αυτόν που σε βοήθησε να τη γλιτώσεις.

Αυτός είναι πλέον για σένα το καλό παιδί που σε γλίτωσε. Αν είναι και πολιτικός μπορεί να τον ψηφίσεις.
Κάπου εκεί ίσως ξεχνάς ότι όλο αυτό το μπλέξιμο ξεκίνησε από έναν παράλογο, άδικο κανόνα.
Κάπου εκεί έχεις μπει στο συρφετό όλων αυτών που τους κάνει το κράτος τη χάρη.
Κάπου εκεί σκέφτεσαι “Α ρε Έλληνες, που να γίνουμε κράτος εμείς τέτοιοι που είμαστε”.
Είσαι πια λίγο ένοχος κι εσύ.

Αυτή η διαφορά μεταξύ του τι είναι νομοθετημένο και τι εφαρμόζεται, είναι ένα κενό δημοκρατίας που καλύπτεται από τον πελατειακό μηχανισμό εξουσίας που είναι δομικό στοιχείο της ηγεμονίας της δεξιάς από την εποχή του Τρικούπη και του Δεληγιάννη.

Η αιώνια ελληνική δεξιά:
Που διατείνεται ότι χτίζει την Ελλάδα 2.0 ενώ πασχίζει να μας κρατήσει στο σκοτεινό παρελθόν.
Με την υποκρισία της και τη χαοτική διαφορά ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι.
Με τις πελατειακές σχέσεις της με το λαό.
Με τον αυταρχισμό της απέναντι στους αδύναμους.

Με τη δουλοπρέπειά της προς τους ισχυρούς.
Με την αλλεργία της απέναντι στο δημοκρατικό έλεγχο.
Που βασίζεται στην καλλιέργεια ενοχικών, φοβισμένων πολιτών.
Που για να την πολεμήσουμε πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποτινάξουμε την υποκρισία και να αγκαλιάσουμε την αλήθεια: να λέμε αυτά που πιστεύουμε και να πιστεύουμε αυτά που λέμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *