Πότε θα μιλήσει η πόλη;

Παναγιωτίδης Θεσσαλονίκη

του Σταύρου Παναγιωτίδη

Κοινωνιολόγου, συγγραφέα, υποψήφιου διδάκτορα Ιστορίας

Πριν από λίγους μήνες, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, κ. Ζέρβας, διοργάνωσε έναν διεθνή διαγωνισμό για την ανάπλαση της πλατείας Αριστοτέλους. Το περιεχόμενο του διαγωνισμού έχει δεχθεί ήδη κριτικές για την μερικότητα που το χαρακτηρίζει, αλλά ο διαγωνισμός εξελίσσεται κανονικά.

Προσφάτως εγκρίθηκε και το σχέδιο για την ανάπλαση της ΔΕΘ που είχε ξεκινήσει επί της προηγούμενης κυβέρνησης και ολοκληρώθηκε επί της παρούσας. Αυτές οι δύο πρωτοβουλίες είναι διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού. Όμως, έχουν ένα κοινό στοιχείο που σε μια πρώτη ματιά δεν είναι ορατό. Και θα σας μπερδέψουμε ακόμη περισσότερο αν σας πούμε ότι αυτό το κοινό στοιχείο το μοιράζονται και με τον σχεδιασμό του αρχαιολογικού χώρου περί την Ακρόπολη από τον Πικιώνη και της Βαρκελώνης από τον Γκαουντί. Επίσης, με τον σχεδιασμό της Θεσσαλονίκης από τους Γάλλους αρχιτέκτονες, τον Εμπράρ και τον Μοδιάνο, μετά την πυρκαγιά του 1917.

Αυτό το κοινό στοιχείο είναι πως για καμιά από αυτές τις αλλαγές, δεν ρωτήθηκαν οι πολίτες. Οι άνθρωποι που καθημερινά θα έρχονταν και θα έρχονται σε επαφή με τα αποτελέσματα τους. Ασφαλώς, για όλες τις παλιότερες περιπτώσεις θα ήταν παράλογο να περίμενε κανείς μια πιο συμμετοχική προσέγγιση. Ούτε η σχετική πολιτική κουλτούρα υπήρχε, ούτε η τεχνολογία ήταν τόσο ανεπτυγμένη ώστε να επιτρέπει την ενημέρωση των πολιτών και τη διαβούλευση μαζί τους. Αλλά σήμερα, γιατί δεν αλλάζουμε αυτό το στρεβλό μοντέλο;

Γιατί επιμένουμε σε μια δημαρχοκεντρική επιλογή, σε μια ιεραρχική λογική όπου για όλα αποφασίζει η πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου από πάνω προς τα κάτω; Στις σημερινές τεχνολογικές και πολιτικές συνθήκες, το να μην δίνεται στους πολίτες η δυνατότητα να αποφασίζουν για αυτά που καθορίζουν την καθημερινότητά τους, παρά μόνο μια φορά στα τέσσερα χρόνια, δεν είναι μια αναγκαστική επιλογή. Είναι μια αντιδημοκρατική στάση. Ένας φόβος για τους πολίτες και τα κριτήριά τους. Τόσο πολύ έρχεται σε σύγκρουση με τις δυνατότητες που μας προσφέρει η εποχή, ώστε, τηρουμένων των αναλογιών, να καθίσταται μια νέας μορφής φωτισμένη δεσποτεία: Όλα για το λαό, τίποτε από το λαό. Η διαβούλευση που έγινε επί δημαρχίας Μπουτάρη για τον Στρατηγικό Σχεδιασμό της πόλης είχε τον χαρακτήρα μιας σημαντικής και θετικής εξαίρεσης, όμως και πάλι την τελική απόφαση την είχε πάρει η δημοτική πλειοψηφία.

Πρόκληση. Η άλλη όψη του προβλήματος

Στην πραγματικότητα, η Θεσσαλονίκη δεν εκμεταλλεύεται μια χρυσή ευκαιρία, γιατί δεν την έχει συνειδητοποιήσει. Την ευκαιρία να γίνει μια πόλη – σημείο αναφοράς. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά για αυτό. Πρώτον, έχει να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα που συνιστούν, όμως, και μεγάλες προκλήσεις. Το δημογραφικό, που την εμφανίζει σε μια τάση συνεχούς πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Το στεγαστικό, που όλο και περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να βρουν μια ποιοτική κατοικία που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αλλά και τις οικονομικές δυνατότητές τους. Το παραγωγικό, καθώς η πόλη δεν συνήλθε ποτέ από την απώλεια του οικονομικού χαρακτήρα που είχε μέχρι και τη δεκαετία του ’90, με τις πολυάριθμες βιοτεχνίες και την ισχυρή τοπική παραγωγή. Το πρόβλημα των υποδομών, αφού από το παρκάρισμα και την πρόσβαση των ΑμεΑ στο δημόσιο χώρο, μέχρι την ανακύκλωση και τις έξυπνες ψηφιακές εφαρμογές, τα βήματα που έχουν γίνει είναι ανεπαρκή και δεν έχουν αλλάξει την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων στην πόλη.

Από την άλλη, όμως, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με ένα κέντρο λειτουργικό. Κέντρο που είναι χώρος εργασίας και διασκέδασης, αλλά ταυτόχρονα και χώρος κατοικίας, καμία σχέση με το πρότυπο, για παράδειγμα, της Αθήνας. Κέντρο τετραγωνισμένο, με ανοιχτές προσβάσεις σε όλα τα σημεία ενδιαφέροντος, σε διαρκή επαφή με το παραλιακό μέτωπο. Κέντρο που προσφέρει όλες τις δυνατότητες για πολλαπλές δραστηριότητες. Τα δύο ακραία τοπόσημα της πόλης, το Σέιχ Σου και η παραλία, απέχουν με το ποδήλατο μια κατεβασιά δεκαπέντε λεπτών. Μπορείς να κάνεις mountain bike και σε λίγο να δουλεύεις στο κέντρο ή να διασκεδάζεις.

Η ίδια η παραλία της Θεσσαλονίκης είναι ένα εν δυνάμει διεθνές τοπόσημο με τεράστια δυναμική, γιατί μπορεί να φιλοξενήσει άπειρες εκδηλώσεις και κάθε τύπου δρώμενα, μικρής και μεγάλης κλίμακας -καλλιτεχνικά φεστιβάλ, αθλητικές δραστηριότητες, κινηματικές δράσεις, επιστημονικές εκδηλώσεις και συνδυασμούς των παραπάνω, όλων αυτών που ζωντανεύουν μια πόλη- και να αποτελέσει την εικόνα της Θεσσαλονίκης στον κόσμο. Επίσης, η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο των Βαλκανίων, το ΑΠΘ, δηλαδή με τεράστια συσσώρευση επιστημονικής ευαισθησίας, γνώσης και, φυσικά, τεχνοκρατικής επάρκειας. Είναι μια πόλη με μεγάλο νεανικό δυναμικό, λόγω των τριών συνολικά πανεπιστημίων της, το οποίο πρέπει να το κρατάει εδώ και να του επιτρέπει να την αλλάζει συνεχώς.

Όμως, όλα αυτά είναι σαν να μην υπάρχουν. Η δημαρχία Μπουτάρη σε πολλά πεδία βρήκε μπροστά της «ερείπια». Και το κακό με τα ερείπια είναι ότι όχι μόνο δεν κατοικούνται, αλλά αντιστέκονται και στο γκρέμισμά τους. Χρειάστηκαν δυο τετραετίες και πολλές παρεμβάσεις -στο πρακτικό και στο ιδεολογικό πεδίο- ώστε να γκρεμιστούν πολλά από αυτά τα «ερείπια», ο χώρος που κατείχαν να γίνει ξανά «οικόπεδο» και να αρχίσει κάτι καινούριο να δημιουργείται στην πόλη. Η διοίκηση αυτή κατάφερε πολλά. Ίσως, όχι κάτι τρομερό.

Έκανε, πάντως, αυτό που της αντιστοιχούσε. Αυτό που, στο κάτω-κάτω της γραφής, αντιστοιχούσε στην κοινωνική και ιδεολογική σύνθεση της και στην ιστορική της συγκυρία. Σίγουρα, ήταν μια σημαντική αλλαγή, μια βαθιά ανάσα για την δημοκρατική Θεσσαλονίκη. Και η καλύτερη περίοδος που είχε ζήσει η πόλη εδώ και δεκαετίες. Όμως, τώρα αυτό δεν φτάνει. Τώρα είναι η ώρα για το βήμα παραπάνω. Αλλά αυτό το βήμα δεν μπορεί να το κάνει μόνη της καμία φωτισμένη πολιτική ηγεσία. Γιατί πρέπει να είναι το βήμα του 21ου αιώνα. Να είναι δημοκρατικό και συμμετοχικό.

Η πόλη αποφασίζει για την πόλη

Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, χρειάζεται ένα συνολικό νέο σχέδιο. Να γίνει μια πόλη για να ζεις. Από κάθε άποψη. Και αυτό επιβάλλεται να περνάει μέσα από τη γνώση, τις προτεραιότητες και τις αποφάσεις των ίδιων των κατοίκων της. Ας σκεφτούμε μια εντελώς διαφορετική μεθοδολογία. Αντί η δημοτική αρχή να παραγγέλνει διαγωνισμούς σε κατασκευαστικές εταιρείες, να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της πόλης. Τα έμψυχα πλεονεκτήματα. Ας σκεφτούμε μια συνθήκη όπου ο/η δήμαρχος καλεί τα πανεπιστήμια της πόλης μας να διοργανώσουν ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο για τις πόλεις στον 21ο αιώνα. Ένα συνέδριο διεπιστημονικό. Ένα συνέδριο πολυήμερο, ανοιχτό στον λαό της Θεσσαλονίκης και σε όλο τον κόσμο μέσω του διαδικτύου. Να ακούσουμε από τους αρχιτέκτονες, τους πολιτικούς μηχανικούς, τους αρχιτέκτονες και τους πολεοδόμους για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πόλεις για την κυκλοφορία και το ενεργειακό τους αποτύπωμα.

Να ακούσουμε από τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους για τις νέες μορφές ανισοτήτων και περιθωριοποίησης που υπάρχουν στις πόλεις. Να ακούσουμε από τους γιατρούς και τους βιολόγους για τις μορφές επιβάρυνσης της υγείας που προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής της πόλης. Να ακούσουμε από τους επιστήμονες της πληροφορικής για τα ψηφιακά εργαλεία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης που εφαρμόζονται στην καθημερινότητα των πόλεων. Να ακούσουμε από τους πολιτικούς επιστήμονες για τις μορφές πολιτικής συμμετοχής και συνδιοίκησης των πόλεων από τους κατοίκους τους, τα δημοκρατικά πειράματα που γίνονται σε όλο τον κόσμο και δεν τα έχουμε καν μυριστεί εδώ πέρα.

Να ακούσουμε από τους ιστορικούς για τους τρόπους με τους οποίους οι πόλεις αναδεικνύουν την ιστορία και τα μνημεία τους, για το πώς τα εντάσσουν στην σύγχρονη ζωή τους, για το πώς εξοικειώνουν τους μαθητές με το παρελθόν των πόλεων και των γειτονιών τους, για το πώς οργανώνουν σύγχρονα διαδραστικά μουσεία. Να ακούσουμε από τους καλλιτέχνες για τους τρόπους που οι πόλεις αξιοποιούν δημιουργικά τα μνημεία, τις πλατείες και τις γωνιές τους, για το πώς δίνουν χώρο στους νέους καλλιτέχνες τους, πως τους βοηθούν να παρουσιάσουν το έργο τους και να ζήσουν από αυτό. Και βεβαίως, να ακούσουμε τις πρωτοβουλίες και τις θεσμικές εκφράσεις των εργαζόμενων και των φοιτητών της πόλης μας. Να είναι ένα συνέδριο ζωντανό, όπου παριστάμενοι και συμμετέχοντες από την άλλη άκρη του κόσμου θα μπορούν να κάνουν παρεμβάσεις, να υποβάλουν ερωτήματα και να παίρνουν απαντήσεις.

Και στο τέλος του συνεδρίου, η δημοτική αρχή να καλεί έναν διεθνή διαγωνισμό για ένα συνολικό σχέδιο λειτουργίας της πόλης. Να ζητά σχέδια διεπιστημονικά που το καθένα θα περιγράφει τα πάντα. τις πεζοδρομήσεις και τις αναδομήσεις κτηρίων που θα πρέπει να γίνουν, τα δημοτικά ιατρεία και τις κινητές μονάδες ψυχολογικής υποστήριξης που θα πρέπει να στηθούν, τα ψηφιακά εργαλεία που θα ρυθμίσουν το πάρκινγκ και τις αλλαγές στην συγκοινωνία, τα σημεία στα οποία θα μπαίνουν τα κομπόστ για τη μείωση του όγκου των σκουπιδιών και τους τρόπους αξιοποίησής, για παράδειγμα, των βιοκαυσίμων που θα παράγονται από αυτά, την αξιοποίηση του κτηριακού αποθέματος για την στέγαση των νέων και των επαγγελματικών ή καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων τους, όλα όσα αποτελούν στοιχεία της ζωής στην πόλη.

Κι αφού αυτές οι προτάσεις κατατεθούν, να παρουσιαστούν στους πολίτες της Θεσσαλονίκης. Να συζητηθούν ανά θέμα με εκδηλώσεις σε κάθε γειτονιά, παρουσία της δημοτικής αρχής, με διαδικτυακές και τηλεοπτικές εκπομπές, με ανοιχτά debates ανάμεσα στους υποστηρικτές του κάθε σχεδίου. Και μετά από μια διαβούλευση ενός έτους, η πόλη πια να μιλήσει και να αποφασίσει. Με ένα δημοψήφισμα για το ποιο από τα προτεινόμενα μοντέλα θα ακολουθηθεί.

Έτσι η Θεσσαλονίκη θα έχει πια ένα σχέδιο το οποίο δεν θα ξηλώνεται ή θα σαμποτάρεται από κάθε επόμενη δημοτική αρχή. Θα έχει ένα σχέδιο μακρόπνοο, με βαθύ μέλλον. Ένα σχέδιο που δεν θα είναι πια του/της δημάρχου. Αλλά της ίδιας της πόλης. Που οι κάτοικοι της θα το έχουν διαμορφώσει και θα μπορούν να παρακολουθούν την πορεία υλοποίησής του και να το προστατεύουν. Όμως, κανείς δεν μπορεί να εφαρμόσει με επιτυχία κάτι που δεν το πιστεύει. Και για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σχέδιο, προοδευτικό και δημοκρατικό, χρειάζεται μια δημοτική αρχή που να μην φοβάται τον κόσμο και τη γνώμη του.

Που να μην πιστεύει πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτήν. Που να μην υποστηρίζει το παρωχημένο μοντέλο του δημάρχου-κοτζάμπαση που αποφασίζει για εμάς χωρίς εμάς. Χρειάζεται μια δημοτική αρχή που να συσπειρώνει τις προοδευτικές δυνάμεις της πόλης, τους ανθρώπους με τις νέες ιδέες και τις νέες ανάγκες. Μια δημοτική ηγεσία που θα συσπειρώνει τους ανθρώπους στη βάση της δημοκρατίας, της συνδιαμόρφωσης και των αναγκών. Δηλαδή, μια δημοτική αρχή που θα πιστεύει πάνω από όλα στην κοινωνική χρησιμότητα. Που θα παίρνει πιο πολύ στα σοβαρά το έργο της, παρά τον εαυτό της, την εικόνα της και την πολιτική επιβίωσή της.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *