Γιατί τα τρόφιμα χωρίς γλουτένη δεν είναι και πιο υγιεινά

Σε τρόφιμα που δεν περιέχουν γλουτένη, μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στο σιτάρι, το κριθάρι και τη σίκαλη αναφέρεται η επισήμανση για να το γνωρίζουν αυτοί που ενδιαφέρονται.

Η δημοτικότητα των διατροφικών προτύπων χωρίς γλουτένη έχει επίσης αυξηθεί τα τελευταία χρόνια ως μια επιλογή πιο υγιεινού τρόπου ζωής.

Για 9 χρόνια, μια ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Χώρας των Βάσκων (UPV/EHU) διεξήγαγε μια ανάλυση προϊόντων χωρίς γλουτένη για να διαπιστώσει εάν είναι διατροφικά ελλιπή.

Υπήρξε σημαντική αύξηση των περιπτώσεων/διαγνώσεων κοιλιοκάκης όλα αυτά τα χρόνια. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι αυτή η αύξηση μπορεί να οφείλεται σε δύο λόγους:

Πρώτον, ο αριθμός των ατόμων με κοιλιοκάκη μπορεί να αυξάνεται λόγω περιβαλλοντικών παραγόντων
Δεύτερον, οι βελτιωμένες και αυξημένες διαγνώσεις μπορεί επίσης να είναι ένας παράγοντας

Είναι σημαντικό να σημειωθεί μπορεί να προκαλέσει κι άλλες διαταραχές εκτός από κοιλιοκάκη.

Η αύξηση των περιπτώσεων κοιλιοκάκης έχει συγκεντρώσει την προσοχή του κοινού, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ως ένα ανησυχητικό ζήτημα. Πολλά άτομα αντιλαμβάνονται μια δίαιτα χωρίς γλουτένη ως πιο υγιεινή συγκριτικά με εκείνες που περιέχουν γλουτένη. Ωστόσο, αυτή είναι μια εσφαλμένη αντίληψη.

“Ορισμένα χαρακτηριστικά που δεν σχετίζονται από μόνα τους με τη διατροφή, αποδίδονται στη διατροφή. Τα δεδομένα δείχνουν ότι τα προϊόντα χωρίς γλουτένη δεν είναι πιο υγιεινά”, σύμφωνα με τον δρ. Jonatan Miranda-Gómez, φαρμακοποιό στο UPV/EHU και ερευνητή στην ερευνητική ομάδα Gluten 3S. Αυτή η ομάδα είναι διαπιστευμένη για τη χορήγηση της σφραγίδας προτύπου ISO που εγγυάται ότι τα προϊόντα με επισήμανση “χωρίς γλουτένη” είναι ασφαλή.

Η ομάδα του δρ. Miranda-Gómez κάνει τέτοιες διατροφικές αναλύσεις εδώ και πολλά χρόνια. “Το 2014 δημοσιεύσαμε μια αρκετά πρωτοποριακή επιστημονική εργασία, όπου συγκρίναμε 200 τρόφιμα χωρίς γλουτένη με τα ισοδύναμά τους που περιέχουν γλουτένη. Διατροφικά, δεν είναι στο ίδιο επίπεδο μεταξύ τους”.

Πολλά από τα προϊόντα χωρίς γλουτένη περιείχαν περισσότερα ακόρεστα λιπίδια (επιβλαβή λιπαρά) από εκείνα που περιέχουν γλουτένη, ήταν χαμηλότερα σε φυτικές ίνες και η περιεκτικότητά τους σε αλάτι και πρωτεΐνη ήταν ένα ζήτημα.

Αλλά η κατάσταση αλλάζει συνεχώς και τα αποτελέσματα μιας άλλης μελέτης μόλις δημοσιεύτηκαν τώρα στο περιοδικό Foods.

Το ποσοστό των ατόμων με κοιλιοκάκη δεν έχει αλλάξει και παραμένει περίπου στο 1%. Ωστόσο, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί και έχουν εμφανιστεί και άλλες ευαισθησίες στη γλουτένη, πράγμα που σημαίνει ότι όταν λαμβάνεται υπόψη και αυτή η ομάδα, το πρόβλημα επηρεάζει το 10% του πληθυσμού.

“Η βιομηχανία το γνώριζε αυτό. Έτσι έχει αναπτύξει περισσότερα προϊόντα, κάτι που επέτρεψε στον ίδιο τον κλάδο να κάνει περισσότερη έρευνα και να λάβει υπόψη του και άλλα στοιχεία. Σε κάποιο βαθμό, αυτή η δυναμική της κοινωνικής και ερευνητικής ομάδας έχει οδηγήσει σε μια εξέλιξη τον κλάδο. Και υπήρξε μια αξιοσημείωτη βελτίωση.

Τα ζυμαρικά είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα ζυμαρικά χωρίς γλουτένη δεν παρασκευάζονται από σιτάρι, αλλά από καλαμπόκι. Το αλεύρι καλαμποκιού ήταν στην πραγματικότητα πάντα το κύριο συστατικό. Αυτό δεν έχει αλλάξει τα τελευταία 9 χρόνια. Ωστόσο, ενώ στο παρελθόν το δεύτερο πιο σημαντικό συστατικό ήταν το ρυζάλευρο, σήμερα το πιο κοινό συστατικό είναι το κεχρί.

Αυτό είχε θετική επίδραση στη διατροφή. Στην παραγωγή ζυμαρικών το κεχρί οδηγεί σε προϊόντα με λιγότερα λιπίδια”, λέει ο δρ. Miranda-Gómez.
Επιπλέον, αλλαγές στη νομοθεσία για τα τρόφιμα συνέβαλαν σε όλο αυτό, καθώς οδήγησαν σε αλλαγές στα συστατικά των ζυμαρικών.

Στην περίπτωση των μη στερεών προϊόντων, οι παραγωγοί καταφεύγουν σε άλλες στρατηγικές. Ένα παράδειγμα είναι η μπύρα. Σε αυτήν την περίπτωση, αντί να αντικατασταθεί η γλουτένη, διασπάται με την προσθήκη ενζύμων.

“Αλλά αυτή η διαδικασία έχει έναν άλλον περιορισμό. Τα επιβλαβή μόρια μπορεί να περάσουν απαρατήρητα κατά τη συνήθη ανάλυση. Πολλοί άνθρωποι με κοιλιοκάκη μας λένε μερικές φορές ότι η μπύρα χωρίς γλουτένη δεν… συμφωνεί με το στομάχι τους”, είπε ο δρ. Miranda-Gómez.
Έτσι, μια νέα γραμμή έρευνας έχει ανοίξει και για την ανάλυση των προβλημάτων αυτών στα προϊόντα μπύρας χωρίς γλουτένη.

Όσον αφορά τον δρ. Miranda-Gómez, το θέμα είναι σαφώς ευρύ:

“Τα τελευταία χρόνια, άρθρα έδειξαν ότι άλλα μόρια μπορεί επίσης να είναι επιβλαβή και ότι, ακόμη και αν ακολουθηθεί μια αυστηρή δίαιτα χωρίς γλουτένη, αυτά τα προϊόντα χωρίς γλουτένη μπορεί να προκαλέσουν δυσφορία.

Θέλουμε επίσης να μάθουμε τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των τροφίμων χωρίς γλουτένη. Τείνουν να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο από τα υπόλοιπα, επειδή ορισμένα συστατικά πρέπει να εισάγονται από το εξωτερικό, για παράδειγμα. Αυτός ο αντίκτυπος θα πρέπει να μειωθεί. Για παράδειγμα, η προέλευση του κεχριού πρέπει να διερευνηθεί”.

Πηγή: iatropedia.gr