Ποιες τροφές θα σας βοηθήσουν να καταπολεμήσετε τη δυσάρεστη αναπνοή

κακή αναπνοή

Τι έδειξε καινούργια μελέτη

Η δυσάρεστη αναπνοή του στόματος υποσκάπτει τις κοινωνικές σας σχέσεις και μπορεί να δημιουργήσει στιγμές αμηχανίας με τα άτομα που συνομιλείτε.

Το μυστικό για την αντιμετώπισή της, όμως, σύμφωνα με καινούρια κινεζική μελέτη, κρύβεται σε τροφές που θα μπορούσατε να καταναλώνετε καθημερινά.

Γιαούρτι, ψωμί με προζύμι, σούπα miso και ξινολάχανο, τρόφιμα δηλαδή που έχουν υποστεί ζύμωση, μπορούν να βοηθήσουν στην εξάλειψη του ενοχλητικού προβλήματος. Αυτό οφείλεται στα προβιοτικά βακτήρια που περιέχονται σε αυτές τις τροφές.

Ειδικότερα, τα βακτήρια Lactobacillus salivarius, Lactobacillus reuteri, Streptococcus salivarius και η Weissella cibaria συμβάλλουν θετικά στη δροσερή αναπνοή, σύμφωνα με τη συγκεντρωτική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο BMJ Open.

Η κακοσμία του στόματος αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα των πτητικών θειικών ενώσεων. Οι ενώσεις αυτές παράγονται από βακτήρια του στόματος που αναμειγνύονται με τα υπολείμματα των τροφών και συνδέονται με την κακή στοματική υγιεινή.

Οι πιο συνηθισμένες κινήσεις που σώζουν από τη δυσοσμία του στόματος είναι τα στοματικά διαλύματα, οι τσίχλες, ο οδοντιατρικός καθαρισμός των δοντιών και η απόξεση της γλώσσας.

Ωστόσο, οι επιστήμονες σημειώνουν ότι υπάρχουν αναδυόμενα στοιχεία που προτείνουν τα προβιοτικά βακτήρια ως μια απλούστερη εναλλακτική λύση.

Για να διαπιστώσουν πόσο μπορεί να διαρκέσουν αυτά τα αποτελέσματα, οι ερευνητές εξέτασαν βάσεις δεδομένων για σχετικές κλινικές δοκιμές που είχαν δημοσιευτεί έως τον Φεβρουάριο του 2021.

Εστίασαν σε επτά μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά 278 άτομα. Ο αριθμός των συμμετεχόντων σε κάθε μελέτη ήταν μικρός και κυμαινόταν από 23 έως 68 άτομα, με ηλικιακό εύρος μεταξύ 19 και 70 ετών. Οι μελέτες διήρκεσαν από δύο έως 12 εβδομάδες.

Διαβάστε επίσης  Ποιες είναι οι καλύτερες και οι χειρότερες τροφές για τα δόντια

Η σοβαρότητα της κακοσμίας του στόματος ορίστηκε σύμφωνα με τα επίπεδα των πτητικών θειούχων ενώσεων που ανιχνεύθηκαν στο στόμα με το σκορ OLP κάθε ατόμου, το οποίο μετρά την οσμή της αναπνοής σε διαφορετικές αποστάσεις από το στόμα.

Οι βαθμολογίες της επίστρωσης της γλώσσας (τρεις μελέτες) και ο δείκτης πλάκας (τρεις μελέτες) συμπεριλήφθηκαν επίσης στην ανάλυση, διότι η γλώσσα που δεν καθαρίζεται επαρκώς και η συσσώρευση πέτρας μεταξύ των δοντιών αποτελούν συχνά σημαντικές αιτίες της κακής αναπνοής.

Όπως αποκάλυψαν τα δεδομένα, οι βαθμολογίες OLP μειώθηκαν σημαντικά για τους συμμετέχοντες που έλαβαν προβιοτικά σε σύγκριση με εκείνους των ομάδων ελέγχου που δεν έλαβαν τα προβιοτικά, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης.

Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και στα επίπεδα των πτητικών θειικών ενώσεων που ανιχνεύθηκαν, αν και αυτά διέφεραν σημαντικά στις επιμέρους μελέτες. Παρόλα αυτά, οι επιδράσεις αφορούσαν ένα σύντομο χρονικό διάστημα, όχι μεγαλύτερο των τεσσάρων εβδομάδων, μετά του οποίου δεν υπήρχε αξιοσημείωτη διαφορά.

Τέλος, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στη βαθμολογία της επικάλυψης της γλώσσας ή στον δείκτη πλάκας μεταξύ εκείνων που κατανάλωναν προβιοτικά και εκείνων που δεν κατανάλωναν.

Οι συγγραφείς της μελέτης πιστεύουν ότι τα προβιοτικά «μπορεί να αναστέλλουν την αποσύνθεση των αμινοξέων και των πρωτεϊνών από αναερόβια βακτήρια στο στόμα, περιορίζοντας έτσι την παραγωγή δύσοσμων υποπροϊόντων».

Επισημαίνουν ωστόσο ότι θα χρειαστούν περισσότερες μελέτες στο μέλλον, καθώς οι μελέτες που εξέτασαν συμπεριέλαβαν μικρό μέγεθος δείγματος.

Πηγή: ygeiamou.gr