Webinar ΚΕΔΙΣΑ: «Οι προκλήσεις για την επίλυση του Κυπριακού 50 χρόνια μετά τον Αττίλα» (BINTEO)

Κυπριακό

Τι ανέφεραν οι ομιλητές

Το Κέντρο Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων – ΚΕΔΙΣΑ διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία την Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024 διαδικτυακή εκδήλωση (webinar) με θέμα: «Οι προκλήσεις για την επίλυση του Κυπριακού 50 χρόνια μετά τον Αττίλα».

Συντονιστής του webinar ήταν ο Αντιπρόεδρος Δ.Σ. & Δ/ντης Ερευνών του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος. Ομιλητές ήταν: ο Δρ. Γεώργιος Λεβέντης (Διεθνολόγος και Εκτελεστικός Δ/ντης International Security Forum), ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας (Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων) και ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας (Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου-Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ).

Στην εισαγωγική του ομιλία ο Ιδρυτής & Πρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Ανδρέας Γ. Μπανούτσος ανέφερε ότι το ΚΕΔΙΣΑ έχει πλέον καθιερώσει να διοργανώνει μία εκδήλωση για το Κυπριακό κατά την περίοδο που συμπίπτει με την διεξαγωγή της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην ανάδειξη ενός μείζονος εθνικού θέματος. Η εκδήλωση αυτή φέτος έχει πρόσθετο ενδιαφέρον λόγω της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και της προκλητικής πρωτοβουλίας του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν να ζητήσει αναγνώριση του ψευδοκράτους της κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου από τα Ηνωμένα Έθνη.

Οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού στο σύγχρονο ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ Δύσης και Ανατολής αποτελεί μία δύσκολη εξίσωση. Η Ελλάδα ωστόσο θα πρέπει να επιμείνει στη συνέχιση των προσπαθειών για μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει μία λύση του Κυπριακού που θα εδράζεται στους ακόλουθους πυλώνες: α) τον τερματισμό της Τουρκικής στρατιωτικής κατοχής και την απόσυρση των Βρετανικών στρατιωτικών βάσεων που αποτελούν κατάλοιπο της εποχής της αποικιοκρατίας β) την παραμονή των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ και της ΕΛΔΥΚ, γ) την κατάργηση του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων που δεν είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δ) την απόρριψη της λύσης των δύο κρατών που προωθεί η Άγκυρα και την εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Στη συνέχεια τον λόγο έλαβε ο Διεθνολόγος και Εκτελεστικός Δ/ντης του International Security Forum Δρ. Γεώργιος Λεβέντης ο οποίος έκανε μια εκτενή ιστορική αναδρομή στους βασικούς σταθμούς του Κυπριακού προβλήματος. Αρχικά ανέφερε ότι οι Βρετανοί δεν σκόπευαν να αφήσουν την Κύπρο ελεύθερη καθώς ήταν το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» της Ανατολικής Μεσογείου και είχε στρατηγική σημασία για την Βρετανία που είχε αποχωρήσει από το Σουέζ. Οι Βρετανοί δεν κράτησαν την υπόσχεση τους για ένωση Ελλάδας και Κύπρου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρόλο που και οι δύο χώρες είχαν συμβάλει αποφασιστικά στην νίκη κατά του Ναζισμού.

Η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε υπό την κηδεμονία τριών κρατών, Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας. Η Βρετανία είχε ενισχυμένο ρόλο αφού κράτησε τον κυρίαρχο έλεγχο στρατιωτικών βάσεων στην Μεγαλόνησο. Ο Δρ. Λεβέντης ανέφερε ότι η κυριαρχία των Βρετανικών στρατιωτικών βάσεων μπορεί να αμφισβητηθεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και την Διεθνή Νομολογία. Δυστυχώς οι κυπριακές κυβερνήσεις δεν έχουν επιδιώξει να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των Βρετανικών βάσεων ούτε και να ζητήσουν την πληρωμή ενός ενοικίου για την χρήση Κυπριακού εδάφους.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Δρ. Λεβέντης η μεγάλη κερδισμένη από την διαιώνιση του Κυπριακού δεν είναι η Τουρκία αλλά η Βρετανία. Στη συνέχεια ανέφερε ότι οι συνθήκες εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας προέβλεπαν την στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας με την ΕΛΔΥΚ (950 άνδρες) και της Τουρκίας με την ΤΟΥΡΔΙΚ (650 άνδρες). Μετά αναφέρθηκε στα 13 σημεία αναθεώρησης των Συνθηκών από τον Μακάριο το 1963 κάτι που προκάλεσε την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση και την Κυπριακή Βουλή. Τόνισε βέβαια ότι το Κυπριακό Σύνταγμα είχε αδιέξοδα στην διακυβέρνηση καθώς οι Τουρκοκύπριοι είχαν μεγάλα προνόμια όπως το δικαίωμα βέτο.

Το 1964 έγιναν οι διακοινοτικές συγκρούσεις και η εισβολή απετράπη με παρέμβαση των ΗΠΑ. Το 1967 οι Τούρκοι πέτυχαν την αποχώρηση της Ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και το 1974 κατάφεραν να εισβάλλουν και να κατέχουν το 37% του κυπριακού εδάφους μέχρι σήμερα. Όπως τόνισε στην ομιλία του ο Δρ. Λεβέντης, το 2004 ήταν ένα έτος ορόσημο καθώς απορρίφθηκε το Σχέδιο Ανάν, το οποίο ήταν το πρώτο ολοκληρωμένο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού με τις όποιες αδυναμίες του. Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν στοχοποίησε τους Ελληνοκύπριους ως αδιάλλακτους.

Σύμφωνα με τον Δρ. Λεβέντη, οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού είναι ζοφερότατες. Είμαστε σε ένα αδιέξοδο που δεν φαίνεται να αίρεται εύκολα. Τα ψηφίσματα του ΟΗΕ έχουν μείνει κενό γράμμα. Η Τουρκία επιδιώκει δυο κυρίαρχα κράτη στην Κύπρο. Δηλαδή επιδιώκει την αποδόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφού γίνει δεκτή η λύση δυο κρατών μετά ίσως προχωρήσουμε σε μια συνομοσπονδία.

Η Κύπρος επιμένει στη λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Κλείνοντας, ο Δρ. Λεβέντης τόνισε ότι το δημογραφικό είναι εις βάρος της ελληνικής πλειοψηφίας. Μετά από συνεχόμενους εποικισμούς, η αναλογία ελληνοκύπριων και Τουρκοκυπρίων θα διαμορφωθεί πιθανώς πλέον σε δύο προς ένα αντιστοίχως από τέσσερις προς ένα που ήταν πριν την εισβολή. Επίσης, οι αυτόχθονες Τουρκοκύπριοι φαίνεται να είναι και αυτοί μειοψηφία στην κατεχόμενη Κύπρο αφού είναι 100.000 από τις περίπου 400.000 κατοίκων των κατεχομένων.

Ο Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας τόνισε ότι υπάρχει μια συνέχεια στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας από την εισβολή στην Κύπρο το 1974 μέχρι την σημερινή αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών με την θεωρία της Γαλάζιας Πατρίδας. Είναι μια απειλή που συνεχίζεται ακόμα. Η δικτατορία Ιωαννίδη θεωρούσε ότι θα ενώσει την Κύπρο με την Ελλάδα ενώ η Τουρκία θα έκανε μια λελογισμένη εισβολή στην Κύπρο με περιορισμένη κατοχή. Ήταν ένα μείγμα προδοσίας και εθνικιστικής εμμονής.

Το σχέδιο του Ιωαννίδη απέτυχε παταγωδώς και οι Τούρκοι συνέχισαν την επέλαση τους στην ενδοχώρα της Κύπρου. Η δικτατορία παρέλυσε και κατέρρευσε. Ήταν πλέον εμφανές ότι δεν υπήρχε διάθεση να πολεμήσουμε αλλά ούτε και οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις έκαναν κάτι για να σταματήσουν την επέλαση της Τουρκίας. Αυτό είναι ακατανόητο καθώς η Ελλάδα τότε είχε στρατιωτική υπεροχή σε στεριά, θάλασσα και αέρα, μια υπεροπλία που για να την πετύχουμε σήμερα είναι πάρα πολύ δύσκολο και απαιτεί δισεκατομμύρια σε εξοπλισμό.

Αυτή την υπεροπλία δεν την εκμεταλλεύτηκε ούτε η στρατιωτική ούτε η πολιτική ηγεσία. Η υπεροπλία της χώρας βελτιώθηκε στις επόμενες δεκαετίες με την απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων. Η Τουρκία υπέστη ένα επώδυνο εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ και το πολιτικό σκηνικό στην γειτονική χώρα ήταν εξαιρετικά ασταθές μέχρι που έγινε το πραξικόπημα και η δικτατορία Εβρέν το 1980. Αν γίνονταν ελληνοτουρκικός πόλεμος το 1974, η Τουρκία, κατά πάσα πιθανότητα, θα έχανε και θα είχε υποστεί τεράστιο πλήγμα ενώ θα απελευθερώναμε την Κύπρο και δεν θα είχαμε την αμφισβήτηση των ελληνικών νησιών του Αιγαίου σήμερα. Δυστυχώς δεν έγινε τίποτα από αυτά και σήμερα βρισκόμαστε υπό την απειλή της Τουρκίας σε Κύπρο και Αιγαίο.

Όπως τόνισε ο Δρ. Γρίβας, ο λόγος που αδρανήσαμε στην Κύπρο, ήταν η αντίληψη ότι δεν μας άφηναν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να εμπλακούμε σε πόλεμο. Στην χώρα μας κυριαρχεί ένας ιδιόρρυθμος αντι-αμερικανισμός και ένα φοβικό σύνδρομο ότι θα μας τιμωρήσουν οι ΗΠΑ αν δεν τους υπακούσουμε και υπερασπίσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα. Η πολιτική ηγεσία πιστεύει ότι αν απειθαρχήσουμε θα υποστούμε μεγάλη ζημιά από τις ΗΠΑ ενώ θα διαταραχθεί η συνοχή του ΝΑΤΟ. Αυτό δεν ισχύει καθώς πολλές χώρες έχουν απειθαρχήσει και δεν έχουν υποστεί κάποια συνέπεια ούτε διερράγη η συνοχή του ΝΑΤΟ. Το 1956 η Γαλλία και Βρετανία, με την συνένοχη του Ισραήλ επιτέθηκαν στην Αίγυπτο του Νάσερ.

Οι δύο αυτές Δυνάμεις βρέθηκαν υπό πυρηνική απειλή από την ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ απείλησαν με πυρηνική καταστροφή την Βρετανία και τη Γαλλία ενώ αδρανοποιήθηκε το ΝΑΤΟ για ένα μικρό διάστημα. Παρόλα αυτά δεν έγινε κάτι δραματικό και η κατάσταση εξομαλύνθηκε. Επίσης, το 1976 στον λεγόμενο «πόλεμο του μπακαλιάρου», είχαμε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Βρετανίας και Ισλανδίας. Η Ισλανδία απείλησε να φύγει από το ΝΑΤΟ ολοκληρωτικά και να διώξει τις αμερικανικές βάσεις από το έδαφος της. Οι ΗΠΑ δεν τιμώρησαν όμως την Ισλανδία η οποία βγήκε νικήτρια. Συνεπώς, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου το 1974, αν νικούσαμε, που ήταν πολύ πιθανό, οι ΗΠΑ θα προσαρμόζονταν στη νέα πραγματικότητα και θα έπαιρναν το μέρος μας, όπως έγινε και με το Ισραήλ το 1967 όταν νίκησε τους Άραβες στον πόλεμο των έξι ημερών.

Ένας άλλος μύθος που κυριαρχεί στην Ελλάδα είναι ότι το Ισραήλ είναι «τσιράκι» των ΗΠΑ. Αυτό ισχύει ως ένα βαθμό αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Είναι αλήθεια ότι το Αμερικανό-Εβραϊκό λόμπυ είναι πανίσχυρο στις ΗΠΑ αλλά είναι επίσης γεγονός ότι στην αρχή της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ στις ΗΠΑ υπήρχαν άνθρωποι που ήταν ενάντιοι στο κράτος του Ισραήλ και υπέρ των Αράβων όπως ο πρώτος μεταπολεμικός Αμερικανός Υπουργός Άμυνας Τζέιμς Φόρεσταλ ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ ήταν ουδέτερος.

Τότε, οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο όπλων στο Ισραήλ με αποτέλεσμα το Ισραήλ να αγοράσει όπλα από την Σοβιετική Ένωση κάτι που επέτεινε περαιτέρω την αμερικανική δυσαρέσκεια προς το Ισραήλ. Μόνο όταν το Ισραήλ συνέτριψε τους Άραβες και τον Νάσερ το 1967, τότε οι ΗΠΑ άλλαξαν στάση υπέρ του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ άδειασαν τον Νάσερ που ισορροπούσε ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις και πήραν το μέρος του Ισραήλ.

Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι αν η Ελλάδα υπερασπιζόταν την Κύπρο το 1974 χτυπώντας την Τουρκία, θα έβγαινε κερδισμένη. Οι ΗΠΑ θα πήγαιναν με τον ισχυρό και η Ελλάδα θα γινόταν η προμετωπίδα του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο ενώ η Τουρκία θα είχε συμμορφωθεί, το Αιγαίο θα ήταν ελληνική θάλασσα και η Κύπρος θα ήταν ελεύθερη. Σήμερα, επειδή η Τουρκία κάνει μια πολιτική παρόμοια με του Νάσερ, ισορροπώντας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, θα υπάρξει ευκαιρία να αποκαταστήσουμε την φυσική ισορροπία Ελλάδας – Τουρκίας και να απελευθερώσουμε την Κύπρο. Απαιτείται όμως διπλωματική και στρατιωτική προσπάθεια για να αποκτήσουμε πλεόνασμα ισχύος λειτουργώντας ρεαλιστικά και απαλλαγμένοι από τα φοβικά σύνδρομα έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Ο Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου και Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Χρήστος Ζιώγας τόνισε ότι η άποψη ότι τα κράτη μέλη πρέπει να δείχνουν θρησκευτική ευλάβεια προς το ΝΑΤΟ δεν είναι ορθή καθώς έχουμε πολλά παραδείγματα όπου υπήρξαν κρίσεις και ρήγματα εντός του ΝΑΤΟ. Για παράδειγμα, για να δεχθεί η Τουρκία την ένταξη της Σουηδίας και την Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, έθεσε συγκεκριμένους όρους. Το ΝΑΤΟ πρέπει να είναι ισχυρό αλλά πάντα θα υπάρχουν συγκρούσεις και διαμάχες στους κόλπους του.

Όσον αφορά το Κυπριακό, το θετικό είναι ότι έγινε διεθνοποίηση του ζητήματος μετά την εισβολή ενώ η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ασφαλώς βοήθησε την προώθηση μια λύσης. Στην παρούσα συγκυρία, για τον ΟΗΕ το Κυπριακό είναι θέμα εισβολής και κατοχής. Η διεθνής κοινότητα όμως δεν το θεωρεί ζήτημα εισβολής και κατοχής αλλά ως μια μη διευθετημένη ενδοκρατική σύγκρουση. Αυτό είναι απόρροια του χρόνου που έχει μεσολαβήσει. Η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει κρατήσει το ζήτημα επίλυσης ενεργό για 50 χρόνια αλλά με μια συνεχή διολίσθηση θέσεων και με συνεχείς εκπτώσεις της ελληνικής πλευράς.

Βλέπουμε ότι από την διεκδίκηση μιας λύσης στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, που ακόμα υποστηρίζει η ελληνοκυπριακή πλευρά, έχουμε φτάσει να συζητάμε τη λύση δυο κρατών κάτι που υποστηρίζει η τουρκική πλευρά. Η διαιώνιση της μη αναγνώρισης των κατεχομένων από τη διεθνή κοινότητα ως κράτος είναι πολύ σημαντική επιτυχία της ελληνοκυπριακής διπλωματίας. Ο Ερντογάν όμως επιμόνως ζητάει τη διεθνή αναγνώριση των κατεχόμενων και η Ελλάδα και η Κύπρος θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι όποια χώρα της ΕΕ αναγνωρίσει τα κατεχόμενα θα έχει σοβαρές συνέπειες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου έχουμε το δικαίωμα βέτο.

Όντας μέλος της ΕΕ επί 20 χρόνια, η Κύπρος πρέπει να απαιτήσει η ΕΕ να γίνει το έκτο μέρος στην διαπραγμάτευση επίλυσης του Κυπριακού και όχι να παραμένει παρατηρητής. Μόνο έτσι, θα διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της επανενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας εντός του Ευρωπαϊκού κεκτημένου. Επίσης, πρέπει να γίνει αίτηση ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Το αίτημα δεν πρόκειται φυσικά να γίνει αποδεκτό αλλά θα δημιουργήσει πρόβλημα στην Τουρκία. Η συγκεκριμένη συγκυρία είναι καλή καθώς έχουν διαρραγεί οι σχέσεις Κύπρου – Ρωσίας λόγω του Ρώσο-Ουκρανικού πολέμου.

Επίσης, η Κύπρος προσφέρει πολλά στην Δύση στην σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς στη Μέση Ανατολή χωρίς όμως να έχει τα οφέλη της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Μια άλλη διπλωματική κίνηση θα ήταν να ζητήσουμε κατά την ανανέωση της Ελληνο-Γαλλικής αμυντικής συμφωνίας να ενταχθεί και η Κύπρος στη συμμαχία.

Επίσης, θα μπορούσαμε να ανασυστήσουμε το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας – Κύπρου. Αυτές οι διπλωματικές κινήσεις μπορούν να βγάλουν την Κύπρο από την στενωπό και να «στριμώξουν» διπλωματικά την Τουρκία. Ο Δρ. Ζιώγας τόνισε επίσης την ανάγκη καλύτερης συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Η προσπάθεια της ελληνοκυπριακής και ελλαδικής πλευράς για επίλυση του Κυπριακού μέσω της εξομάλυνσης των ελληνοτούρκικων σχέσεων είναι λανθασμένη.

Η μη δυσαρέσκεια της Τουρκίας δεν αποτελεί στρατηγική επίλυσης προβλημάτων. Απαιτείται να διεκδικούμε κάτι ώστε να έχουμε ένα διπλωματικό χαρτί στο τραπέζι διαπραγμάτευσης. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος της Συρίας Άσαντ ζήτησε να φύγουν πρώτα τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής από την βόρεια Συρία και μετά θα συζητήσει την όποια λύση. Συνεπώς, η Κύπρος και η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλα τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα τους και την προσφορά τους στη Δυτική συμμαχία ώστε να αυξήσουν την ισχύ τους και να πετύχουν μια λειτουργική λύση στο Κυπριακό. Ο Δρ. Ζιώγας συμφώνησε με τον Δρ. Λεβέντη ότι η μεγάλη κερδισμένη από την διαιώνιση του Κυπριακού είναι η Βρετανία και όχι η Τουρκία.

Σε ερώτηση του κοινού για το Σχέδιο Άτσεσον, ο Δρ. Γεώργιος Λεβέντης τόνισε ότι στην πιο ευνοϊκή του εκδοχή το Σχέδιο προέβλεπε τη μίσθωση μια τουρκικής βάσης στην περιοχή της Καρπασίας για 50 χρόνια. Λαμβανόμενων όσων επακολουθήσαν, θα ήταν καλυτέρα να δεχτούμε το σχέδιο Άτσεσον. Αλλά υπήρχε και η πιθανότητα επέκτασης της τουρκικής βάσης καθώς υπήρχαν τουρκικοί θύλακες που δημιουργούσαν προβλήματα.

Ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας συμφώνησε ότι ίσως το σχέδιο ήταν καλύτερο από όσα δραματικά συνέβησαν μετά. Δεν ήταν όμως ένα τέλειο σχέδιο και η Τουρκία μάλλον δεν θα το αποδεχόταν ενώ πιθανώς θα επέκτεινε τα όρια της τουρκικής βάσης στο κυπριακό έδαφος. Ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας ανέφερε ότι δεν ήταν πολύ εύκολο να γίνει αποδεκτό το Σχέδιο Άτσεσον δεδομένης της πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε τότε σε Ελλάδα και Κύπρο.

Σε ερώτηση του κοινού για την πιθανότητα δημιουργίας ενός ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας, Κύπρου, Γαλλίας και Ισραήλ, ο Δρ. Λεβέντης είπε ότι οι συμμαχίες είναι καλές αλλά στο τέλος της ημέρας πρέπει να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις. Ο Δρ. Ζιωγας τόνισε ότι οι συμμαχίες είναι σημαντικές αλλά πρέπει να μπορείς να παίζεις έναν ρόλο παρόχου ασφάλειας στην περιοχή. Η Ελλάδα όμως δεν προσπαθεί να εμφανιστεί ως πάροχος ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο αφού προσπαθεί να εξευμενίσει την Τουρκία και είναι έτοιμη να υποχωρήσει στα κυριαρχικά της δικαιώματα κάτι που οι σύμμαχοι μας δικαίως εκλαμβάνουν ως αδυναμία. Ο Δρ. Γρίβας τόνισε ότι οι συμμαχίες από μόνες τους δεν αρκούν και πρέπει να επενδύεις και στις δικές σου επιχειρησιακές ικανότητες.

Σε ερώτηση του κοινού ότι κατά πόσο το Κυπριακό μπορεί να ειδωθεί αποκομμένο από τις ευρύτερες ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Δρ. Λεβέντης απάντησε ότι το κυπριακό είναι μια ψηφίδα της ισορροπίας δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και δεν γίνεται να απομονωθεί. Ο Δρ. Ζιώγας συμφώνησε λέγοντας ότι για την Ελλάδα το Κυπριακό είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας και συνδέεται και με τα προβλήματα στο Αιγαίο. Όμως παρατηρούμε τον τελευταίο καιρό την αποκοπή του Κυπριακού από τον ελληνοτούρκικο διάλογο. Αυτή είναι μια λάθος στρατηγική καθώς δεν πιέζουμε την Τουρκία να τερματίσει την κατοχή.

Σε μια τελευταία ερώτηση για την άρνηση της Τουρκίας να προβληθεί η σειρά Famagusta στο Netflix, ο Δρ. Λεβέντης ανέφερε ότι αυτό το γεγονός είναι ενδεικτικό της αβελτηρίας της ελληνικής πολιτιστικής διπλωματίας. Η πολιτιστική διπλωματία είναι πολύ σημαντική και η Τουρκία έχει απόλυτα επιτυχημένη στρατηγική σε αυτό τον τομέα. Η TRT World χρηματοδοτείται αδρά από τον Ερντογάν για να προβάλει την Τουρκία και τις θέσεις της ενώ η ERT World δεν προβάλει τις ελληνικές θέσεις. Ο Δρ. Ζιώγας ανέφερε ότι η άρνηση της Τουρκίας να μην προβληθεί η σειρά αποτελεί επίδειξη ισχύος από την τουρκική πλευρά. Όπως τόνισε, η ελληνική πολιτιστική διπλωματία είναι υποτυπώδης και αναποτελεσματική.