Εντεν φον Χόρβατ: «Σλάντεκ» στο Goethe-Institut Thessaloniki σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Θάνου Νίκα

Σλάντεκ

Οι παραστάσεις στην Θεσσαλονίκη θα διαρκέσουν έως τις 12 Φεβρουαρίου

Μετά από το «1984» του Τζωρτζ Όργουελ, η Εταιρεία Θεάτρου «Ars Moriendi» καταπιάνεται με το πολιτικό δράμα του Αυστρο-Ούγγρου θεατρικού συγγραφέα Έντεν φον Χόρβατ , «Σλάντεκ (Sladek)», το οποίο απεικονίζει την άνοδο του φασισμού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπως την απεργάζεται ο παραστρατιωτικός «Μαύρος Στρατός» και παρουσιάζει στο κοινό της Θεσσαλονίκης μια συγκλονιστική παράσταση –διαμαρτυρία- καταγγελία, ενάντια στο οποιοδήποτε δικτατορικό καθεστώς, όπου γης.

Κριτική: Παύλος Λεμοντζής

Έργο ουσιαστικά πολιτικό, καταγγελτικό, με σαφή σχόλια σε σχέση όχι μόνο με την κατάσταση της εποχής (Γερμανία, λίγο πριν από την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία), αλλά και με τρόπους συγκρότησης ιμπεριαλιστικής δύναμης, βίαιης καταστολής, δογματικής εξουσίας και των θλιβερών παραμέτρων τους, που συνεπάγονται για την ανθρωπότητα.

Είναι ένα πολύ δυνατό κείμενο στα χνάρια του Αλμπέρ Καμύ, που μιλάει ανάμεσα στα άλλα, για την αλληλεπίδραση του ατομικού και του συλλογικού, του ιδιωτικού και του δημοσίου και για την ουτοπία της επανάστασης, με μια διάχυτη απαισιοδοξία σχετικά με την επίτευξη της ειρήνης και του δικαίου, γενικώς.

Όταν σπάει το αυγό του φιδιού, ο φιλόκακος, ο δικτατορικός χαρακτήρας, ο εγωμανής τύπος, εκδικείται τους αδύναμους. Νιώθει κι αυτός την καταιγιστική κι αψυχολόγητη ορμή της βίας, προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά το ένα σκληρό βήμα φέρνει το άλλο: «οι σκοτωμοί είναι ατελείωτοι στην φύση… αυτό δεν αλλάζει ποτέ…».

Όταν τον χειραγωγεί και τον χρησιμοποιεί η εξουσία ενάντια στους ειρηνιστές, τους κομμουνιστές, τους αναρχικούς, τον βάζει στην άκρη, τον στήνει στο εδώλιο για να κρύψει τις ευθύνες της, για να κυριαρχήσει η τάξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Ξανά και ξανά παρακαλεί να τον δουν, όμως αυτός δεν μπορεί να δει τους άλλους σαν οντότητες, σαν ανθρώπους: «σας εφιστώ την προσοχή ο πληθωρισμός αρχίζει να πέφτει. – Παραδοθείτε!»

Αλλά η λογική του ταξικού πολέμου είναι αμείλικτη. Έρχεται η σειρά του να χύσει το αίμα του στο θυσιαστήριο των τραπεζιτών, των επενδυτών, των εισοδηματιών.

Σλάντεκ

«Ο κατηγορούμενος είναι προϊόν μιας άρρωστης εποχής», ο θύτης γίνεται θύμα-άθυρμα των περιστάσεων, νεκρά τα αισθήματά του, αφυπνίζονται πριν το τέλος.

«Η ανώτατη Αρχή πρέπει να είναι δημοκρατική επισήμως, για να μπορεί να καταλύσει τη δημοκρατία ανεπισήμως…», τα Μαύρα Τάγματα έχουν κάνει τη δουλειά τους, πρέπει να μπουν στο σκοτάδι για να επωαστούν για την επόμενη κρίση…

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ο κατηγορούμενος είναι προϊόν μιας άρρωστης εποχής –
ΣΛΑΝΤΕΚ: Σας παρακαλώ εξετάστε με σαν άνθρωπο, όχι σαν εποχή!
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κατηγορούμενε! Δεν έχει νόημα να το αρνείσαι. Σκέψου τον Θεό! Και ο Θεός σε βλέπει, Σλάντεκ!
ΣΛΑΝΤΕΚ: Κανένας Θεός δεν με βλέπει. Τι είναι ο Θεός; Τι βλέπει; Τίποτα. Δεν βλέπει τίποτα. Ζει εκεί πάνω, πολύ μακριά για να μπορεί να δει το οτιδήποτε. Το καταλαβαίνεις αυτό από το πώς είναι τα πράγματα εδώ κάτω. Κύριοι! Ίσως χρειαζόταν απλώς να καταλάβω και μετά να τα ξεχάσω όλα. Ας υποθέσουμε ότι σκότωσα κάποιον και μετά σας ζήτησα απλώς να με αφήσετε ελεύθερο.

Ένα έργο που μιλάει για τα πιο άγρια ένστικτά μας, την ανάγκη ύπαρξης μιας ανώτερης δύναμης και την πραγματική αδυναμία του ανθρώπινου είδους να αντιδράσει σε μια κοινωνία απόλυτης αστάθειας και διάσπασης.
Ένα από τα λιγότερα γνωστά αριστουργήματα του σπουδαίου Γερμανό-Αυστρο-Ούγγρου συγγραφέα γραμμένο το 1929, λίγο πριν ο Ναζισμός αναρριχηθεί στην εξουσία με επικίνδυνα ενδιαφέρουσες αντιστοιχίες στο σήμερα κι απεικονίζει την άνοδο του φασισμού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, έτσι όπως την απεργάζεται ο μυστικός, παραστρατωτικός «Μαύρος Στρατός».

Σλάντεκ

Ο ήρωας του έργου, Σλάντεκ ( καθηλωτικός ο Θέμης Σουφτάς), γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε πόλεμο. Είναι ένας νέος στερημένος από μία φυσιολογική παιδική ηλικία, χωρίς να γνωρίσει την αληθινή αγάπη, λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που τον άφησε χωρίς οικογένεια.

Ανατράφηκε χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση και με έναν πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό προσανατολισμό, όμως λαχταρά να ενταχθεί κάπου και, ανίκανος να οραματιστεί έναν ειρηνικό κόσμο, μπαίνει στους κόλπους μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης, του «Μαύρου Στρατού», μιας σκληροπυρηνικής, φασιστικής ομάδας (συναρπάσουν οι: Αλέξης Κότσιφας ως σκληροτράχηλος αρχηγός, Βύρων Αναγνωστόπουλος ως μεγαλοπρεπής αλλά φοβικός επικεφαλής της Ανώτατης Αρχής, Πάνος Αναγνωστόπουλος ως φασιστικό μειράκιο αλλά και ως δυναμικός Ειρηνιστής), που εκπαιδεύει δολοφόνους και τον στρέφει ενάντια ακόμα και στον μοναδικό άνθρωπο που τον έχει στηρίξει με την αγάπη της, μια μεγαλύτερή του γυναίκα, που τον συντηρεί όλα αυτά τα χρόνια, την οποία υποδύεται με σθένος η Δανάη Κλάδη.

Να συμπληρώσω πόσο σπουδαία συνιστώσα της εμπνευσμένης performance είναι η Λυδία Μπουτσάλα. Διαθέτει θεσπέσια σκηνική παρουσία, φωνή λυρικής σκηνής, εντυπωσιακό υποκριτικό ταλέντο.

Ένα έγκλημα γίνεται αφορμή για μια ατέρμονη αντιπαράθεση ιδεολογιών.

Αυτό το κείμενο μιλάει για την ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει κάπου, αλλά και για τον διαχρονικό κίνδυνο άνθησης του φασισμού, όταν η ανθρώπινη απελπισία κι αυτή η ανάγκη τροφοδοτούν ανώτερα συμφέροντα.

Η παράσταση –performance διακρίνεται για την μπεκετικού χαρακτήρα σκηνοθετική άποψη του Θάνου Νίκα, την εκπληκτική εκμετάλλευση της σκηνής σε κινησιολογικό επίπεδο, την εντυπωσιακή υποκριτική δεινότητα όλων των ηθοποιών, την ενδιαφέρουσα αφαιρετικότητα στη σκηνογραφία της Ευαγγελίας Κιρκινέ, η οποία μοίρασε την αίθουσα σε δυο απέναντι μερίδια, αφήνοντας τη μέση κενή, ώστε η δράση να ρέει σε όλο το μήκος της, σαν ποτάμι άγριο που παρασύρει το κοινό στη δίνη του ναζιστικού ή εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος της Γερμανίας.

Σλάντεκ

Ο Θάνος Νίκας υιοθετεί μία ιδιαίτερη σκηνοθετική τεχνική με μινιμαλιστική οπτική, που καταφέρνει να μεταδώσει άρτια την ομοιογένεια και την απώλεια της ταυτότητας που διαπνέουν μία ναζιστική οργάνωση.

Με τις κινήσεις του σώματος, τις εκφράσεις των ηθοποιών και τους υποβλητικούς ήχους, υφαίνει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα που κυριεύει τον θεατή και στήνει μια παράσταση ακριβείας, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο ίδιος ο λόγος. Η έντεχνη και στοχευμένη εκφορά του, συνοδευόμενη από τη σημαίνουσα στάση του σώματος και τη χειρονομία, συνιστούν τη σκηνική αναπαράσταση του έργου. Το κείμενο αντιμετωπίζεται ρεαλιστικά και αποδίδεται από έναν άρτια εκπαιδευμένο θίασο, ύστερα από πολλή δουλειά.

Η έναρξη εντυπωσιακή με τη σκηνή αφήγησης- παρουσίασης του θέματος από πάλκο γερμανικού καμπαρέ και το φινάλε συγκλονιστικό, σ’ ένα βίντεο –γροθιά στο στομάχι, όταν ο σκηνοθέτης φέρνει στα μάτια μας τις τραγικές συνέπειες του πολέμου στη Γάζα, με εικόνες που τσακίζουν συνειδήσεις και μουσική υπόκρουση – μαχαιριά, που στο αποκορύφωμά της ρίχνει στους θεατές του Δυτικού Πολιτισμού συνενοχή για τη σιωπή τους.

Οι διάλογοι, καταιγιστικοί. Ο μέσος άνθρωπος, ο τόσο νευρωτικός, ο τόσο σχιζοφρενής, ο τόσο συνηθισμένος, ο τόσο έτοιμος για το Κακό, ο τόσο επιρρεπής να συμμετέχει εκεί που η μάζα τον παρασύρει, έχει την «δική» του άποψη. Εκείνη που η εξουσία τρέφει την ψυχή του.

Ο σημαντικός σκηνοθέτης και καθηγητής υποκριτικής Θάνος Νίκας, δουλεύει το έργο του Χόρβατ όπως γράφτηκε. Σαν ένα πολιτικό υπαρξιακό δράμα, σαν έναν προβληματισμό για την αγωνιώδη ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει, ακόμα και θυσιάζοντας την ανθρώπινή του υπόσταση.

Η εποχή τότε ήταν υπέρ μιας κοσμοθεωρίας κυνισμού και σκληρότητας και όλα αυτά ήταν καχεκτικά συναισθήματα που έπρεπε να κατασταλούν. Η ντροπή, η αίσθηση της αξιοπρέπειας, οι ανθρώπινες αξίες είχαν υποτιμηθεί. Η τιμή δεν είχε την έννοια τη θετική, όπως την εννοούμε συνήθως, αλλά ήταν μια επιτακτική ανάγκη να ξαναβρεί ο γερμανικός λαός τη δύναμη να υπερισχύσει, να ξαναγίνει μια μεγάλη δύναμη.

Σλάντεκ

Απέναντί μας στη σκηνή, βρίσκεται η φωνή του ναζισμού που ξεκινάει να γεννιέται και ακούγεται πότε ως σαγηνευτική σειρήνα και πότε ως τρομακτικός βρυχηθμός, που απειλεί να κυκλώσει στα δίχτυα της την ανθρωπότητα. Το κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης είναι το ενιαίο σύνολο, ενώ η υπέροχη Λυδία Μπουτσάλα τραγουδά ξανά και ξανά διαφορετικά τραγούδια της εποχής, με τη μουσική να γίνεται άρρηκτο κομμάτι της δραματουργίας της Πηνελόπης Χατζηδημητρίου.

Οι ιδεολογικές αντιφάσεις, η σύγκρουση ιδέας και πράξης, συγκροτήματος και ατόμου, αποτυπώνονται έξοχα στην performance της ομάδας «: Ars Moriendi Theater Group». Ωστόσο, τα ζητήματα που θέτει παραμένουν ανεπίλυτα: πόσο υπεύθυνος για τις επιλογές του είναι ένας νέος, όπως ο ήρωας του Χόρβατ , στοχαστικός κατά βάθος αλλά πληγωμένος, χωρίς παιδεία, οικογένεια, πόρους, όταν σε μια εποχή σύγχυσης και φανατισμού υποκύπτει στο ένστικτο της αγέλης;

Ο σκηνοθέτης περιγράφει την ασφυξία της εποχής του, ώστε να κατανοήσουμε ότι φτώχεια και η ανεργία δημιουργούν το φαινόμενο της μεγάλης αναλγησίας και την αποθέωση του κυνισμού, γνωρίζοντας ότι ο συγγραφέας είχε μια μοναδική επίγνωση της ευθύνης απέναντι στους ήρωές του, συνεπώς απέναντι στο θέατρο, το οποίο αγγίζει τον γερμανικό εξπρεσιονισμό με τα χαρακτηριστικά του: αφηρημένες ιδέες, τάση μυστικοπάθειας, μελαγχολία, σκοτεινό και ομιχλώδες τοπίο, μας απλώνει την άρχουσα τάξη που παρακολουθεί τον παλιό κόσμο να σβήνει.

Οι φτωχοί αναζητούν έναν ηγέτη να ακολουθήσουν, μια διέξοδο στην πείνα τους. Ο Εθνικοσοσιαλισμός ανατέλλει. Ο Χόρβατ γράφει για την κοινωνική κατάσταση μιας κοινωνίας που γλεντάει τον θάνατό της και η δραματουργία δίνει σημασία και στις γυναίκες, που είναι διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά που προσπαθούν να θυμίσουν στον Σλάντεκ, με τον τρόπο τους, τον συναισθηματικό κόσμο, να του υποβάλουν τη ζεστασιά, την τρυφερότητα, τις ανθρώπινες αξίες, να συνδεθεί αυτός ο κόσμος μαζί του.

Σλάντεκ

Το έργο διαδραματίζεται στην περίοδο του μεσοπολέμου και της Μεγάλης Ύφεσης, όταν ο πληθωρισμός, η ανεργία, η πείνα, η φτώχεια και η έλλειψη στέγης μαστίζουν τη Γερμανία και εξαθλιώνουν τους ανθρώπους, δίνοντας την ευκαιρία σε ακραίες πολιτικές ομάδες, όπως το Ναζιστικό Κόμμα, να κερδίσουν τις καρδιές των ηττημένων και φτωχών.

Στο εύληπτο κείμενο, μεταφρασμένο από τον Γιώργο -Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη, αντιλαμβανόμαστε πώς οι κοινωνικές συνθήκες οδηγούν τους «μικρούς» ανθρώπους σε απελπισμένη δράση και στυγερή βία, ανοίγοντας τον δρόμο σε δικτάτορες και φασίστες που εξοντώνουν όποιον στέκεται εμπόδιο στο διάβα τους: γυναίκες, ομοφυλόφιλους, Εβραίους, κομμουνιστές, δημοκρατικούς.

Ο συγγραφέας εστιάζει στην επώαση, στην εξάπλωση και στην υπόγεια δράση του φασισμού και φωτίζει τον ρόλο της κρατικής εξουσίας, η οποία αρχικά υποστηρίζει τη δράση του Μαύρου Στρατού και στη συνέχεια τον εξαναγκάζει δια της βίας σε διάλυση και οδηγεί τα μέλη του ενώπιον της δικαιοσύνης. Συγχρόνως, όμως, αναδεικνύει το ψυχολογικό υπόβαθρο, τα κίνητρα των πράξεων, τις αντιφάσεις, τις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις.

Όλα τα παραπάνω εισπράττει ο θεατής και ανταμείβει τους συντελεστές στο φινάλε, με δυνατό χειροκρότημα. Δείτε αυτήν την παράσταση – performance. Είναι μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Χόρβατ γεννήθηκε το 1901 στην περιοχή Fiume της Ουγγαρίας, από πατέρα διπλωμάτη και, ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα του, έζησε σε πολλές διαφορετικές πόλεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας. Ο συνθέτης Siegfried Kallenberg του παραγγέλνει το πρώτο του έργο, το κείμενο για μία μουσικοχοροθεατρική παράσταση (Το βιβλίο των χορών). Ο Χόρβατ απογοητεύεται από το αποτέλεσμα, συνεχίζει όμως να γράφει –πάντοτε στη γερμανική γλώσσα–, καταστρέφοντας ό,τι δεν του αρέσει. Έργα του αρχίζουν να εκδίδονται και να παίζονται και ο Χόρβατ κερδίζει το βραβείο Kleist για το θεατρικό «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης».

Οι νέες τάσεις πήραν μορφή κινήματος με τη γενική ονομασία «εξπρεσιονισμός». Κύρια χαρακτηριστικά του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού είναι οι αφηρημένες ιδέες, η τάση μυστικοπάθειας, η μελαγχολία, το σκοτεινό και ομιχλώδες τοπίο. Η άρχουσα τάξη παρακολουθεί τον παλιό κόσμο να σβήνει. Οι φτωχοί αναζητούν έναν ηγέτη να ακολουθήσουν, μια διέξοδο στην πείνα τους. Ο Εθνικοσοσιαλισμός ανατέλλει. Ο Χόρβατ γράφει για την κοινωνική κατάσταση μιας κοινωνίας που γλεντάει το θάνατό της. Η άνοδος του ναζισμού τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το Βερολίνο, καθώς έχει κινήσει την αντιπάθεια και τις υποψίες των ναζί. Όταν η Γερμανία εισβάλλει στην Αυστρία, ο Χόρβατ φεύγει από τη Βιέννη με απώτερο προορισμό την Αμερική, δεν θα φτάσει όμως ποτέ. Την 1η Ιουνίου του 1938, ο Χόρβατ σκοτώνεται στο Παρίσι από το κλαδί ενός δέντρου, όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο από μια καταιγίδα.

Έγραψε συνολικά 21 θεατρικά έργα και 4 πεζά, συμπεριλαμβανομένου του μυθιστορήματος που τον έκανε διάσημο στην Ευρώπη, «Νέοι χωρίς Θεό».

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Θάνος Νίκας
Μετάφραση: Γιώργος – Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης
Δραματουργία: Πηνελόπη Χατζηδημητρίου
Σκηνικός χώρος – κοστούμια: Ευαγγελία Κιρκινέ
Γραφιστικός σχεδιασμός: Χρύσα Νίκα

Ηθοποιοί
Βύρων Αναγνωστόπουλος
Πάνος Αναγνωστόπουλος
Δανάη Κλάδη
Αλέξης Κότσυφας
Λυδία Μπουρτσάλα
Θέμης Σουφτάς
Παραγωγή: Ars Moriendi Theater Group

Η παράσταση «Σλάντεκ» πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα και με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και του Goethe – Institut Thessalonik