Πάρτε ένα σκυλί του δρόμου, πεινασμένο, βρώμικο και κουρασμένο από τους αιμοβόρους ψύλλους, αλλά με ισχυρό ένστικτο επιβίωσης (ναι, μπορεί ακόμη και να μιλήσει – πρέπει να το κάνει αυτό – για να τριγυρίζει ζωντανό στους σκληρούς χειμερινούς δρόμους της Μόσχας!).
Κριτική: Παύλος Λεμοντζής
Πάρτε έναν λαμπρό και διάσημο καθηγητή ιατρικής με ταλέντο στη χειρουργική, συγκεκριμένα στις μεταμοσχεύσεις εγκεφάλου, έχων άκρατη επιθυμία να προχωρήσει την επιστήμη του σε δρόμους μεταφυσικούς.
Προσθέστε στο μείγμα έναν εγκέφαλο από νεκρό, πρώην παραβατικό, αλκοολικό άνθρωπο.
Προσθέστε, επίσης, τη γεύση των σοβιετικών μέσων της δεκαετίας του 1920 , μετά τη Σοσιαλιστική Επανάσταση, αλλά πριν από τον κανόνα της σιδερένιας πυγμής της τρομοκρατικής πολιτικής του Στάλιν.
Αφήστε τώρα την ιδιοφυΐα του Μπουλγκάκοφ να ανακατέψει όλα αυτά τα συστατικά και θα καταλήξετε σε έναν έξοχα γραμμένο σατιρικό και φανταστικό σχολιασμό της σύγχρονης κοινωνίας, με σαρκαστικό χιούμορ, βγαλμένο, όμως, μέσα από δάκρυα. Αυτό είναι «Η καρδιά του σκύλου».
Στον κόσμο του παραδόξου και του μεταφυσικού βουτάει ο Μπουλγκάκοφ, δίχως αναπνευστική μάσκα, ταράζοντας τα νερά στη μετεπαναστατική Ρωσία.
Φλεγματικός, καυστικός, εκκεντρικός αλλά και πολυμήχανος, με λόγο γλυκό σαν γύρη μέλισσας και αιχμηρό σαν αγκάθι τριανταφυλλιάς, σατιρίζει με δηλητηριώδες χιούμορ την πολιτική, κοινωνική και ταξική κατάσταση στη Ρωσία της εποχής του.
«Η καρδιά του σκύλου» αποτελεί ένα από τα αριστουργηματικά δείγματα της σπουδαίας ρωσικής πρωτοπορίας που αντέχουν στη λογοκρισία, γιατί ζουν και αναπνέουν με την ιδέα της κριτικής σε πρόσωπα και πράγματα.
Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ, σ’ αυτό το παράξενης φύσης σύγγραμμα, που γράφτηκε το 1925 αλλά ήταν απαγορευμένο ως το 1987, οπότε είδε τα φώτα της δημοσιότητας παρά πολύ αργότερα.
Ο συγγραφέας, ουδέτερα διακείμενος στις αλλαγές που έχουν προκύψει, αφού παραμένει στην ρωσική επικράτεια αλλά δεν ενστερνίζεται τις πολιτικές μεταλλάξεις, επιστρατεύει το βαθύ πνεύμα ενός Γκόγκολ που έχει καλλιεργηθεί και αναδεικνύει μία καθαρά προσωπική σύλληψη μακράς διάρκειας και πνοής.
Η σκηνοθέτις και εικαστικός Έφη Μπίρμπα υπογράφει μια παράσταση, που αποτελεί για το κοινό μια εναλλακτική πηγή εμπειρίας, με τη δική της ανάγνωση του εμβληματικού έργου του Ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, και μας προσκαλεί να επανεξετάσουμε τα σημερινά δεδομένα, να σκεφτούμε κριτικά και να αναρωτηθούμε σε ποιον κόσμο θέλουμε να ζούμε.
Με τους συνεργάτες της χτίζει μια ταραχώδη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας, που προσδοκά να σταθεί ψηλά στην τρέχουσα μόδα των πολιτικών δυστοπιών, ενώ εκμεταλλεύεται το γοτθικό αρχέτυπο του υπερβολικού επιστήμονα στο έργο τής ματαιοδοξίας, πράξεις που αναγνωρίζονται πολύ εύκολα στην εποχή της αισθητικής χειρουργικής και της κρυογονικής.
Πρόκειται για ένα ευφυές παραστασιακό μείγμα σατιρικής και φιλοσοφικής λογοτεχνίας, που ακροβατεί στα όρια της επιστημονικής φαντασίας και του ρεαλισμού, θίγει θέματα που αφορούν τη φύση και την ατομική ταυτότητα και εγείρει ερωτήματα για τις συνέπειες των κοινωνικών πιέσεων και της επιστήμης. Μπορεί, επίσης, να διαβαστεί ως μια άγρια παραβολή της Ρωσικής Επανάστασης.
Μόσχα, τέλη του 1924. Ο καθηγητής Φ. Φ. Πρεομπραζένσκι μαζί με τον βοηθό του δρ.Μπορμεντάλ επιχειρούν ένα τολμηρό ιατρικό πείραμα. Μεταμοσχεύουν στον αδέσποτο σκύλο Σάρικ την υπόφυση και τους όρχεις ενός νεκρού, νεαρού άντρα.
Η έκβαση όμως του πειράματος είναι εντελώς απρόσμενη. Ο αγαθός Σάρικ μετατρέπεται σε έναν ανυπόφορο αγροίκο, που περιφρονεί κάθε κανόνα ευπρέπειας και ανατρέπει τη γαλήνια καθημερινότητα στο αριστοκρατικό διαμέρισμα του διεθνούς φήμης καθηγητή.
Σαφές είναι, πάντως, πως ο Μπουλγκάκοφ καταθέτει με μεγάλη δόση σαρκασμού και με έναν φλεγματικό λόγο, που κατακεραυνώνει τις νοοτροπίες του προλεταριάτου, μία ιστορία που βγαίνει καθαρά από το θέατρο του παραλόγου.
Ο σκύλος, ο οποίος μέσα από μετάλλαξη και πολύωρη επέμβαση μετατρέπεται σε άνθρωπο, είναι η προσπάθεια πλύσης εγκεφάλου του μέσου Ρώσου πολίτη, του μουζίκου της τσαρικής εποχής και η μετατροπή του σε αστού πρώτης κατηγορίας, όπως επιθυμεί το σύστημα και το καθεστώς.
Αυτός όμως ο άνθρωπος, ο ανεξάρτητος, αλλά και υποχείριο των εκάστοτε πολιτικών αρχηγών και της καταπιεστικής εξουσίας, είναι στην πραγματικότητα ένας μη ελεγχόμενος ζωντανός μηχανισμός, ένας αντιρρησίας και μία εκπροσώπηση μόνιμης αντίδρασης στις διαταγές των γύρω του, επειδή είναι ένα ξένο σώμα που δεν υπόκειται σε εντολές αλλά λειτουργεί αυτόνομα.
Με λίγα λόγια το δημιούργημα επιτίθεται και καταφέρεται εναντίον του δημιουργού του, μη αποδεχόμενος τη δημιουργία του.
Ο Σάρικ δε θα υπηρετήσει τους σκοπούς για τους οποίους ο καθηγητής τον προορίζει. Ο τελευταίος είναι ένας αυταρχικός και ναρκισσιστής γιατρός και αναλαμβάνει αυτό το εγχείρημα – μαζί με το επιτελείο του – να το επιτελέσει σε μία εποχή που όλα επιτρέπονται ελεύθερα και «δημοκρατικά». Ποιος όμως ορίζει τα όρια της δράσης αυτής και ποιος θα βάλει φραγμούς σε εκμεταλλευτές και εχθρούς της δημοκρατικής τάξης, οι οποίοι θεωρούν πως όλα είναι εφικτά στο όνομα της επανάστασης;
Όπως θα φανεί καθαρά, ο Σαρίκοφ, είναι μία μορφή παράξενη εξωτερικά και εσωτερικά αλλόκοτη, ένα παραμορφωμένο τέρας που δημιουργήθηκε κατόπιν οδηγίας, για αναμόρφωση του ταπεινού λαού προς κάτι πολύ ανώτερο.
Ο εξουσιάζων καθηγητής θυμίζει τον δικτάτορα Στάλιν, έναν άνθρωπο που στα χέρια του συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις και είναι ικανός να επιβάλει τις αρρωστημένες του διαθέσεις, μέσω της επιστήμης του, για να εκπληρώσει τις πολύ προσωπικές του επιδιώξεις με οποιονδήποτε τρόπο νόμιμο ή μη, ηθικό ή ανήθικο.
Η επιστήμη δε σηκώνει τα χέρια ψηλά, αλλά πιάνει νυστέρι για να παρουσιάσει ένα μόρφωμα, καταπώς βολεύει την πολιτική στρατηγική.
Το επικίνδυνο και το ακραίο βρίσκουν εδώ φωνή και ο Μπουλγκάκοφ, εμμέσως πλην σαφώς, ανακοινώνει μία πιθανή τρομακτική εξέλιξη που έρχεται από το εγγύς μέλλον.
Ο καθηγητής, ο άνθρωπος που πασχίζει να διατηρήσει τα προνόμιά του αξιοποιώντας το περιθώριο οικονομικής ελευθερίας της πρώτης περιόδου της επανάστασης, είναι τα γρανάζια του συντηρητισμού και οι απολυταρχικές αντιλήψεις περί επανάστασης, αλλά στην πραγματικότητα, είναι τα γρανάζια οπισθοδρόμησης των κοινωνικών δομών.
Στην ουσία, είναι ό,τι δυσμενέστερο για μια κοινωνία που δεν αφήνεται να προχωρήσει τον δρόμο του εκσυγχρονισμού. Για αυτό και ο σκύλος, που ουσιαστικά μεταλλάσσεται σε κάτι νέο, σε έναν άνθρωπο με ακραία συμπεριφορά, είναι τελικά πιο παλιός από το παλιό και δεν εκπροσωπεί παρά έναν αγροίκο, έναν άξεστο, που δεν κατέχει ούτε τους βασικούς κανόνες ευγένειας και ευπρέπειας.
Η ιδιαίτερη καλλιτέχνις Έφη Μπίρμπα, προσεγγίζει με εικαστική σκηνοθετική άποψη το έργο και αναδεικνύει εύστοχα τον παραλογισμό της βίαιης αλλαγής της ανθρώπινης φύσης, ώστε να ταιριάζει σε ένα άκαμπτο ιδεώδες, αποκαλύπτοντας τους κινδύνους της απόλυτης συμμόρφωσης του ανθρώπου στις κοινωνικές επιταγές.
Έχοντας διασκευάσει η ίδια (μαζί με τον Άρη Σερβετάλη) τη νουβέλα σε σκηνικό κείμενο και, καθώς ανέλαβε και τη σκηνογραφία και τα κοστούμια, διαμόρφωσε έναν αισθητικά συμπαγή κόσμο, που δεν άμβλυνε αλλά ανέδειξε την συγκρουσιακή δυναμική της «Καρδιάς του Σκύλου».
Η σκηνική διαμόρφωση της θεατρικής συνθήκης είναι οριοθετημένη ως εξής: Αριστερά είναι το ιατρείο- χειρουργείο, τυλιγμένο σε έντονο μπλε χρώμα που φωτίζει τα ιατρικά αντικείμενα από χρώμιο, όπου δεσπόζει η ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη καρέκλα- χειρουργικό κρεβάτι.
Δεξιά, με μπεζ και φαιά χρώματα, βρίσκεται κάτω από θερμούς φωτισμούς το σαλόνι- τραπεζαρία του διαμερίσματος του καθηγητή.
Στην πορεία της ιστορίας, καθώς ο σκύλος γίνεται «άνθρωπος» και οι εξισωτικές πρακτικές τού καθεστώτος επιβάλλονται αυταρχικά, ο ένας χώρος εισβάλλει στον άλλον και το κοινό παρατηρεί πώς ο ένας επηρεάζει, αλλάζει, μετακινεί τον άλλο.
Αλλά υπάρχουν πολλά περισσότερα σ’ αυτή την παράσταση από την απλή καταδίκη του συστήματος. Αν ήταν μόνο αυτό, το έργο θα είχε γίνει αρκετά παλιό πολύ σύντομα.
Η σκηνοθεσία εμμένει σ’ έναν σχολιασμό για την κατάσταση της ανθρωπότητας στο σύνολό της, για το τι μας κάνει αληθινούς ανθρώπους έναντι απλών ανθρωποειδών.
Πρόκειται για τη σημασία των ηθών και των αξιών, της εθιμοτυπίας, της ευγένειας και του σεβασμού που μας κάνουν πραγματικά ανθρώπους και, πολύ περισσότερο, πολιτισμένους ανθρώπους.
Αυτή «Η καρδιά του σκύλου» είναι μια ζωηρή σάτιρα για τους Σοβιετικούς και την απόρριψη της ευγονικής, όπου ένας σκύλος μεταμορφώνεται χειρουργικά σε αγροίκο άνδρα, σαν ο Μπουλγκάκοφ να εναρμονίζεται με τον Φρανκενστάιν της Mary Shelley, για να δείξει ότι όταν δημιουργείς ένα «τέρας» καταλήγεις… να δημιουργείς ένα τέρας. Επομένως, ο καθηγητής ακολουθεί τη γραμμή του κόμματος και ασκεί την κρατική εξουσία, για το πέρασμα της αμείλικτης σκληρότητας από τη θεωρία στην πράξη.
Η μεταφορά είναι επιτυχής εδώ για το αποτέλεσμα και είναι ισχυρή η ικανοποίηση των θεατών, καθώς αντιλαμβάνονται ότι ο Μπουλγκάκοφ επιτίθεται στο κράτος, σαν το πιο απόβλητο της ανθρώπινης κρίσης.
Τα βίντεο (κινηματογράφηση, video projection, VFX) του Γρηγόρη Πανόπουλου συμπληρώνουν έξυπνα τη σκηνική δράση, εμπλουτίζοντας την όψη και τις οπτικές. Οι καναπέδες και τα καλαίσθητα, σαν βικτωριανής εποχής, κοστούμια των γυναικών, ισορροπούν θαυμάσια με τα μικρόφωνα και την σκληρότητα εικόνων από το μέλλον.
Η σκηνοθεσία, έχοντας στο δυναμικό της δύο εγνωσμένου κύρους ηθοποιούς που διακρίνονται για την υποκριτική τους δεινότητα και την έντονη σωματικότητά τους, τον Άρη Σερβετάλη και τον Αργύρη Πανταζάρα, στήνει μία ποιητική παράσταση φωτίζοντας τον σύγχρονο άνθρωπο στον πυρήνα του, ενώ ταυτόχρονα, μας παρακινεί να παραμένουμε πάντα σε εγρήγορση για τη διαφύλαξη της ταυτότητάς μας.
Αξιοσημείωτη είναι και η σύγκρουση ανάμεσα στον Σβόντερ (Σπύρο Δέτσικα), πρόεδρο των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας, (και χαφιέ των Αρχών) και του καθηγητή Πρεομπραζίνσκι, σχετικά με τον δικαιούμενο χώρο ενός εκάστου ενοίκου.
Ο Μιχάλης Θεοφάνους (Ιβάν Μπόρμπενταλ) καταθέτει έναν πειθαρχημένο, σοβαρό επιστημονικό βοηθό του καθηγητή Προεμπραζένσκι.
Στην παράσταση συμπληρώνουν το καστ τρείς καλές ηθοποιοί: η Ηλέκτρα Νικολούζου, η Χαρά Μάτα Γιαννάτου και η Αλεξάνδρα Καζάζου, ως βοηθητικό προσωπικό του καθηγητή.
Σαν συμπέρασμα κρατάμε: εξαιρετικές ερμηνείες, εμπνευσμένη σκηνοθεσία, ποιητική ατμόσφαιρα (συμβάλλουν οι ιδέες της Βάσιας Λύρη), εικαστική πανδαισία (φωτισμοί Σάκη Μπιρμπίλη) και χαρακτηρίζουμε την παράσταση: παραγωγή πολλών αστέρων!
Συντελεστές
Σκηνοθεσία-Δραματουργία-Σκηνογραφία: Έφη Μπίρμπα
Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου
Διασκευή: Έφη Μπίρμπα, Άρης Σερβετάλης
Μουσική σύνθεση-επιμέλεια ήχου: VangelinoCurrentzis
Σχεδιασμός φωτισμού: Σάκης Μπιρμπίλης
Σχεδιασμός κοστουμιών: Έφη Μπίρμπα, Βασιλεία Ροζάνα
Επιμέλεια κίνησης: Μιχάλης Θεοφάνους
Κινηματογράφηση, videoprojection, VFX: Γρηγόρης Πανόπουλος
Καλλιτεχνική συνεργάτιδα σκηνογραφίας: Βάσια Λύρη
Καλλιτεχνικός συνεργάτης ενδυματολογίας: Αλέξανδρος Γαρνάβος
Σύμβουλος ήχου-sounddesign: Γιώργος Μυζήθρας
Special effects (SFX): Αλέξανδρος Λόγγος
Κομμώσεις: Lemon Poppy Seed
Ειδικές κατασκευές: Λευτέρης Γκόντας
Teaser-trailer: Γρηγόρης Πανόπουλος – @makeyourownfilms
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
PromoDesign: Πασχάλης Ζέρβας
Επικοινωνία & Γραφείο Τύπου: Μαρία Τσολάκη
Διαφήμιση-Social Media: RENEGADE MEDIA, Βασίλης Ζαρκαδούλας
Διεύθυνση και εκτέλεση παραγωγής: Έφη Πανουργιά
Παραγωγή: ΘΕΑΤΡΟΧΩΡΟΣ
Ερμηνευτές: Άρης Σερβετάλης, Αργύρης Πανταζάρας, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μιχάλης Θεοφάνους, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Αλεξάνδρα Καζάζου, Σπύρος Δέτσικας.