«Ο Γυρισμός» του Βρετανού Χάρολντ Πίντερ έκανε πρεμιέρα το 1965 στο Aldwych Theatre. Ο νομπελίστας (2005) συγγραφέας δημιούργησε το προσωπικό του ύφος γραφής, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα – φαινομενικά οικεία – που, μέσα από παύσεις και σιωπές, αναδεικνύει την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας και επαφής των προσώπων.
Κριτική: Παύλος Λεμοντζής
«Ο Γυρισμός», συγκαταλέγεται στα έργα του Πίντερ γνωστά ως «κωμωδίες της απειλής».
Το έργο και η παράσταση
H υπόθεση μιλάει για την επιστροφή ενός διανοούμενου και της γυναίκας του στην πατρίδα. Σε μια φτωχογειτονιά του Λονδίνου και συγχρόνως σε μια βίαιη οικογένεια που αποτελείται μόνο από άντρες. Στον κόσμο τους θα εισβάλει, ως καταλύτης, το «αμαρτωλό» θηλυκό. Μια γυναίκα, χωρίς χαρακτήρα και προσωπικότητα, που «φωτίζεται» κάθε φορά από την παρουσία ενός άντρα. H κρυμμένη δύναμη που κουβαλάει δε θα αποκαλυφθεί, παρά μόνο στο τέλος.
Πιο αναλυτικά, σε μια υποβαθμισμένη βιομηχανική περιοχή στο βόρειο Λονδίνο ζούνε σε ένα λαϊκό σπίτι ο Μαξ, πρώην κρεοπώλης, οι δυο γιοί του κι ο αδελφός του Σαμ, σοφέρ σε λιμουζίνες. Σ’ αυτό επιστρέφει μετά από χρόνια ο μεγαλύτερος γιος του, ο Τέντυ, που είναι πλέον καθηγητής φιλοσοφίας και ζει στην Αμερική, μαζί με τη γυναίκα του τη Ρουθ. Η απρόσμενη επίσκεψη του γιου και η εμφάνιση μιας γυναικείας παρουσίας στο σπίτι, διαμορφώνει νέους συσχετισμούς και δυναμικές. Ποιος θα κυριαρχήσει, τελικά, και ποιος θα υποταχθεί; Τι ρόλος θα επιβληθεί στη Ρουθ; Και τι θα διεκδικήσει η ίδια για τον εαυτό της;
Το πατρικό σπίτι είναι ένας χώρος που κατοικείται αποκλειστικά από άντρες. Μέσα στο ασφυκτικά πατριαρχικό πλαίσιο που οργανώνει ο Χάρολντ Πίντερ, κυριαρχούν λόγοι βίας και ακραίου μισογυνισμού. Ο ξένος (μια γυναίκα) που εισβάλει στον χώρο αυτόν -κατά την προσφιλή τακτική του νομπελίστα συγγραφέα- διαταράσσει την ήδη εύθραυστη ισορροπία του. Η γυναικεία παρουσία υπενθυμίζει την κομβική μητρική έλλειψη στο σπίτι, υποκινώντας ένστικτα και απωθημένα, που δημιουργούν στους αντρικούς χαρακτήρες επιθυμίες και ανάγκες.
Ο Χάρολντ Πίντερ παραμένει ένας πρωτοπόρος της σημερινής δραματουργίας στη Δύση. Ένας κοινωνικοπολιτικά συνειδητοποιημένος δημιουργός. Τολμηρός κατήγορος -ως πολίτης και δραματουργός- της ιμπεριαλιστικής αγριότητας, αλλά και όσων συνθέτουν, συντηρούν, ανέχονται την καπιταλιστική κοινωνία.
Έμμεσα, υποδόρια πολιτικό, μέσα από ανθρωποκεντρικά θέματα, το θέατρο του Πίντερ, αποτελεί αποκαλυπτικό παρατηρητή και κριτή της ευθύνης και των κοινωνικών τάξεων και των ατόμων. Πρώτιστος στόχος της κριτικής του -στα περισσότερα έργα του- η άρχουσα παλαιά ή νέα μεγαλοαστική τάξη και η «συγγένισσά» της, η μικροαστική. Δεν αφήνει, όμως, άκριτη ούτε την εργατική τάξη, ούτε τη διανόηση.
Στην παράσταση του ΚΘΒΕ που σκηνοθετεί ο Πέρης Μιχαηλίδης, υπεύθυνος και για τους φωτισμούς και για τη μουσική επιμέλεια, ο Πίντερ γίνεται κριτής των ανθρώπων της δικής του εργατικής καταγωγής. Κριτής των ηθών, αντιλήψεων, συμπεριφορών και των «διαστρωματώσεών» της, μέσα από την «ιστορία» μιας οικογένειας. Μιας οικογένειας που αν δε μοιάζει ολότελα στη δική του, συμβολίζει πάντως την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα.
Έχει όλη τη λεπτομέρεια της εποχής ανέπαφη, από τη μητρική παραδοσιακή του γλώσσα της δεκαετίας του 1960, έως τις αναφορές στην υπηρεσία του στην «ιταλική εκστρατεία» του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Ωστόσο, υπάρχει μια διαχρονικότητα στον επιθετικό μισογυνισμό των ανδρών αυτής της οικογένειας.
Ο Μαξ, επιβλητικός ο Βασίλης Σπυρόπουλος, είναι ο απόλυτος πατριάρχης, ο οποίος χρησιμοποιεί την πατρότητα εναντίον των γιων του (ακόμη και οι αναμνήσεις του από την πρώιμη ηλικία τους, κρύβει απειλή) και χαρακτηρίζει, ασχημονώντας λεκτικά, τσούλα τη Ρουθ στην πρώτη τους συνάντηση.
Ο Μαξ, ως υπομόχλιο του έργου, δεν είναι διαρκώς μια ωμή παρουσία στο σπίτι, ώστε η απαραίτητη Πιντερική απειλή να διαποτίσει την πρώτη πράξη, αν και υφέρπει η ειρωνική κωμωδία. Έχει ξεσπάσματα, αλλά είναι και τραχύς και ήπιος. Η απειλή στο βραδύκαυστο σενάριο του Πίντερ εμφανίζεται σιγά – σιγά και ποτέ ορμητικά.
Ο μικρός γιος, τον υποδύεται με αψάδα αλλά και αφέλεια ο Μάνος Γαλανής, είναι εργάτης, είναι ένα άμοιρο, ευκολόπιστο, πληγωμένο «ζώο», στερημένο από τη μητρική αγάπη.
Ο δεύτερος γιος είναι ο Λένυ. Ο Γιώργος Κολοβός κυριαρχεί εντυπωσιακά στους ευδιάκριτα αφύσικους ρυθμούς του διαλόγου του Πίντερ. Πείθει απόλυτα ως ημιμαθής, πονηρός, λαίμαργο αρσενικό και μαστροπός, επιζεί δε με παρασιτικές δουλειές.
Ο θείος τους Σαμ, γεμίζει τη μίζερη ζωή του με παραμύθια περί των «υψηλά ιστάμενων» πελατών του, αλλά εκδηλώνει «καλοήθη» αρρενωπότητα. Ο έμπειρος ηθοποιός Θάνος Κοντογιώργης ερμηνεύει ιδανικά το ανυπόληπτο, από την οικογένεια, πρόσωπο.
Απροειδοποίητα στο σπίτι επιστρέφει ο μεγαλύτερος γιος, ο Τέντυ, με τη γυναίκα του Ρουθ ( υπέροχη η Ελένη Μισχοπούλου), αφοπλιστικά όμορφη, με τη σιγουριά του έμπειρου με τους άντρες θηλυκού, εφόσον είναι μια ταραχώδη προσωπικότητα, με ηθική γυναίκας ελευθερίων ηθών.
Αυτός ο μεγάλος γιος ( τον υποδύεται ο εξαίρετος Κωνσταντίνος Χατζησάββας) , που ξέφυγε από τα μικροαστικά, λαϊκά στεγανά, υπερέβη την τάξη του, μορφώθηκε και έγινε επιτυχημένος και εύπορος «καθηγητής» στο εξωτερικό, αντιμετωπίζεται από την οικογένειά του σαν ξένος, σχεδόν σαν εχθρικό «σώμα». Νιώθουν όλοι ότι μειονεκτούν απέναντι στην κοινωνική και μορφωτική «ανωτερότητά» του και θεωρούν πως γίνεται αυτόκλητος κριτής τους.
Το σκηνικό του Γιάννη Μετζικώφ μάς μεταφέρει στη σιωπηλή διακόσμηση της δεκαετίας του 1960. Τα χρώματα είναι συντηρητικά και οι ανέσεις αρκούν για να υποδηλώνουν ότι κάποτε αυτό ήταν ένα λειτουργικό οικογενειακό σπίτι. Ο φωτισμός κινείται από αυτή τη σιωπηλή οικιακή ομίχλη και ενός ενιαίου φωτισμού, πάνω σε δραματικούς παλμούς προβολέων στις εναλλαγές σκηνών, εξαιρετικά κατάλληλος για την αμβλεία, κατακερματισμένη φύση του έργου.
Το σπουδαιότερο «εύρημα» του συγγραφέα στο έργο είναι ότι ο γιος που επιστρέφει αποτελεί ένα δικό του ομοίωμα. Ένα πρόσωπο που εμπλέκεται στον «μύθο», αλλά και απεμπλέκεται, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της αριστοφανικής παράβασης.
Ο Πίντερ διά του προσωπείου του γιου, σε ένα μονόλογο που θυμίζει την αριστοφανική παράβαση, ομολογεί ότι είναι «κομμάτι» αυτής της οικογένειας, ότι δεν είναι καλύτερός της, ότι κάνει τα ίδια λάθη, έχει τις ίδιες αμαρτίες, τα ίδια κουσούρια, παθαίνει ό,τι ο πατέρας του, αφού λ.χ. και η δική του γυναίκα εγκαταλείπει τον ίδιο και τα δυο παιδιά τους. Στο μόνο που διαφέρει από την οικογένειά του, όπως υπογραμμίζει διά στόματος του Τέντυ, είναι η θέση, η στάση, η ιδιότητά του ως «παρατηρητή» των ανθρώπων και κατ’ επέκταση όλης της κοινωνίας.
Υπάρχει μια αίσθηση στην αίθουσα, καθώς κυλάει η ιστορία, ότι η οικογένεια επιδίδεται σε ένα παιχνίδι με προκλητικούς τρόπους, απλώς για να νιώσει το κοινό κάτι περισσότερο από τα προφανή: μισογυνισμός και πατριαρχία. Οι σχέσεις σε όλους τους τομείς είναι εξίσου ασταθείς, είτε πρόκειται για τις εναλλαγές στη στάση μεταξύ αδελφών και πατέρα, είτε για τις εκπληκτικές εξελίξεις μεταξύ αδερφών και κουνιάδας, είτε για την ανεξιχνίαστη δυναμική μεταξύ του λόγιου συζύγου και της πρώην συζύγου,οι οποίοι γλείφουν τις πληγές της ομήγυρης.
Από πολλές απόψεις το κείμενο- σε μετάφραση της Χριστίνας Πάμπου -Παγκουρέλη – είναι γεμάτο από πολιτικές φύλου, βωμολοχίες και αγώνες εξουσίας. Αλλά με την «κλασική» σκηνοθεσία του Πέρη Μιχαηλίδη, αισθάνεται ο θεατής ότι παρακολουθεί μια διαχρονική, επομένως επίκαιρη μελέτη της τοξικής αρρενωπότητας, που προσγειώνεται στο κέντρο ενός ευδιάκριτου διαγράμματος: ανεξέλεγκτη επιθετικότητα, ζωώδες σεξουαλικό ένστικτο, μηδαμινή σχέση με ευπρέπεια και μεγάλη απόσταση από την τέχνη τού να ακούς αντί τού να μιλάς. Απασχολεί το κοινό, επίσης, ένα ερώτημα: ποιος έχει πραγματικά το πάνω χέρι; Είναι οι άντρες, με την εσωστρεφή ύπαρξή τους και τις συναλλακτικές τους συμπεριφορές ή μήπως η γυναίκα, που απορρίπτει μια βαρετή ζωή για την οποία, έτσι κι αλλιώς, δεν ενδιαφέρεται;
Η παράσταση του ΚΘΒΕ, στους αργούς ρυθμούς που επιτάσσει το κείμενο του Πίντερ, διαθέτει γραμμική αφήγηση και φαίνεται να αποδομεί στοιχεία της ανθρώπινης φύσης με έναν πολύ διφορούμενο αλλά συναρπαστικό τρόπο. Αψηφά τις προσδοκίες για το πώς θα έπρεπε να παρασταθεί ένα «καλό» ή «επιτυχημένο» έργο και είναι, σίγουρα, μια τολμηρή σκηνοθετική προσέγγιση, επειδή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από μια επιδερμική ανάγνωση, «παλιακή».
*Κατάλληλο για θεατές άνω των 15 ετών
Συντελεστές
Μετάφραση: Χριστίνα Πάμπου- Παγκουρέλη
Σκηνοθεσία, Μουσική επιμέλεια, Φωτισμοί: Πέρης Μιχαηλίδης
Σκηνικά– Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Βοηθός σκηνοθέτη: Άγγελος Ανδρέας Καρανικόλας
Οργάνωση παραγωγής: Ματίνα Παγουλάτου
Φωτογραφίες: MikeRafail | Thatlongblackcloud
*βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης Αναστασία Μαρκέλλα Νεαμονίτη
*βοηθός σκηνοθέτη στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης Βερόνικα Λεβεντοπούλου
Διανομή
Γιώργος Κολοβός (Λένυ)
Βασίλης Σπυρόπουλος (Μαξ)
Θάνος Κοντογιώργης (Σαμ)
Μάνος Γαλανής (Τζόυ)
Ελένη Μισχοπούλου (Ρουθ)
Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Τέντυ)
Έκτακτη αντικατάσταση: Στέλιος Καλαϊτζής, Λευτέρης Λιθαρής, Χρίστος Νταρακτσής, Ελευθερία Τέτουλα, Δημήτρης Τσιλινίκος