Ο Β. Κεκάτος μιλά για τον Χρυσό Φοίνικα και την πορεία του στον κινηματογράφο

Συνέντευξη του Ελληνα δημιουργού

Συνέντευξη του Ελληνα δημιουργού

«Είναι μία μικρή ιστορία για τον έρωτα που μπορεί να προκύψει στο πιο ανέλπιστο μέρος» δηλώνει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Βασίλης Κεκάτος για την τέταρτη μικρού μήκους ταινία του, «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς», με την οποία κέρδισε την περασμένη εβδομάδα το Χρυσό Φοίνικα στο 72ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.

Η ανοδική πορεία του ταλαντούχου σκηνοθέτη – που ξεκίνησε από τον «Ανάδρομο» και το Φεστιβάλ Δράμας, και συνεχίστηκε με το «Zero Star Hotel» το οποίο διακρίθηκε στο διαγωνισμό Sundance Ignite και με τη «Σιγή των Ψαριών Όταν Πεθαίνουν» που συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στα Διαγωνιστικά Τμήματα των Φεστιβάλ του Σάντανς και του Λοκάρνο-, συνεχίζεται ακάθεκτη αφού ο Βασίλης Κεκάτος έγινε ο πρώτος Έλληνας δημιουργός που κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών στην κατηγορία των ταινιών μικρού μήκους.

Η ταινία του, εκτός από το Χρυσό Φοίνικα βραβεύτηκε επίσης με το βραβείο Queer Palm που απονέμεται κάθε χρόνο στην καλύτερη ταινία queer θεματικής. Η υπόθεσή της αφορά δύο άγνωστους νεαρούς άντρες οι οποίοι συναντιούνται αργά τη νύχτα σε ένα ξεχασμένο βενζινάδικο της παλιάς Εθνικής Οδού. Ο ένας έχει σταματήσει για να βάλει βενζίνη στην μηχανή του. Ο άλλος έχει ξεμείνει εκεί. Για να γυρίσει στην Αθήνα του λείπουν 22.50 ευρώ . Όσο ακριβώς κοστίζει η απόσταση που τους χωρίζει από τον ουρανό.

O βραβευμένος εντός και εκτός Ελλάδας σκηνοθέτης μίλησε στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στη Νάντια Μπακοπούλου για τη σημαντική διάκριση που του απονεμήθηκε, τις κινηματογραφικές αναφορές του και τα σχέδια για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ενώ εξήγησε γιατί είναι σημαντικό να κάνεις ταινίες με τους ανθρώπους που αγαπάς.

-Πως αισθάνθηκες όταν άκουσες την Κλερ Ντενί ν’ ανακοινώνει ότι εσύ είσαι ο νικητής του Χρυσού Φοίνικα;

Η αλήθεια είναι πως η έκπληξη μου ήρθε σχεδόν δέκα δευτερόλεπτα νωρίτερα από την ανακοίνωση, διότι υπήρχε μία κάμερα από την παραγωγή του φεστιβάλ, η οποία εστίαζε σε κάθε βραβευμένο λίγα δευτερόλεπτα πριν βραβευτεί προκειμένου να συλλάβει τις αντιδράσεις του. Οπότε συνδύασα μέσω της προηγούμενης βράβευσης ότι εφόσον είχε εστιάσει η κάμερα σε μένα, μάλλον εγώ θα είμαι και ο νικητής. Όταν άκουσα το όνομά μου, σηκώθηκα εντελώς μηχανικά και ανέβηκα πάνω στη σκηνή. Στην πραγματικότητα, με απελευθέρωσε η αγκαλιά της Κλερ Ντενί και το γεγονός ότι μου ψιθύρισε εκείνη την ώρα: «Αγαπητέ μου, η απόφαση της επιτροπής ήταν ομόφωνη», μ’ έκανε να ζεσταθώ πάρα πολύ. Γι’ αυτό, εντελώς απροετοίμαστος άρχισα να μιλάω στα γαλλικά. Δεν είχα προετοιμάσει κανένα λόγο από πριν, για να μην το γρουσουζέψω και χαλάσω το γούρι. Αφιέρωσα το βραβείο στους συντελεστές που είναι η «καρδιά» της ταινίας μου γιατί χωρίς αυτούς εγώ δεν θα ήμουνα εκεί. Αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός που μ’ εμπιστεύθηκαν και μου αφέθηκαν με αυτό τον τρόπο οι δύο ηθοποιοί μου, ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου και ο Ιώκο Ιωάννης Κοττίδης γιατί πρόκειται για δύο σπουδαία παιδιά που με φοβερή ειλικρίνεια, φοβερή αυτοθυσία και αγάπη προσφέρουν τον εαυτό τους στην τέχνη τους. Ελπίζω να κάνουμε περισσότερα όμορφα πράγματα μαζί στο μέλλον.

-Τι σημαίνει αυτό το βραβείο για σένα;

Αυτό το βραβείο σημαίνει πολύ μεγάλη προσωπική χαρά και σίγουρα ένα πολύ μεγάλο βάρος για το ποια θα είναι η επόμενή μου κίνηση. Επειδή είναι η πρώτη φόρα που αυτό το βραβείο δίνεται σε έναν Έλληνα σκηνοθέτη και επίσης είναι μία διάκριση που απονέμεται σπάνια σε σκηνοθέτες κάτω των 30, για μένα συνιστά και μία ευθύνη. Γιατί ενώ είναι κάτι πολύ όμορφο, ταυτόχρονα με βαραίνει πάρα πολύ καθώς θα πρέπει να προσέξω ιδιαίτερα τα επόμενά μου βήματα. Ελπίζω όμως να σημαίνει ότι θ’ ανοίξουν και κάποιες πόρτες στο εξωτερικό, κάτι το οποίο βέβαια έχει ήδη αρχίσει να γίνεται στην Αμερική λόγω της συμμετοχής μου στο φεστιβάλ του Σάντανς. Ευελπιστώ να συμβεί και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε να έχω περισσότερες δυνατότητες.

-Πώς θα περιέγραφες την ταινία σου;

Είναι μία ερωτική ιστορία η οποία εκτυλίσσεται σ’ ένα βενζινάδικο. Είναι η καταγραφή ενός φλερτ μεταξύ δύο νεαρών ανδρών οι οποίοι βρίσκονται στην ερημιά. Μία μικρή ιστορία για τον έρωτα που μπορεί να προκύψει στο πιο ανέλπιστο μέρος.

-Πώς γεννήθηκε η ιδέα της;

Πριν από δύο χρόνια έκανα ένα πολύ μεγάλο road trip στην Αμερική μαζί με τον φωτογράφο μου. Εκεί παρατήρησα για πρώτη φορά πόσο όμορφα φαίνονται τα βενζινάδικα τη νύχτα και ήθελα έκτοτε να γράψω μία ιστορία η οποία θα διαδραματίζεται σ’ ένα βενζινάδικο. Και επειδή ήθελα να κάνω και τους υπόλοιπους ανθρώπους να δουν αυτή την μαγεία που μπορεί να εκπέμπουν τα βενζινάδικα τη νύχτα, σκέφτηκα ότι μόνο μία ερωτική ιστορία θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό.

-Ποιες ήταν οι αφηγηματικές και αισθητικές αναφορές σου όταν προετοίμαζες την «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς»;

Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχαν συνειδητά αναφορές σε αυτή την ταινία. Υπάρχουν ταινίες όμως που με έχουν επηρεάσει βαθιά και στον τρόπο κινηματογράφησης αλλά κυρίως στον τρόπο προσέγγισης του θέματος. Αυτές είναι οι ταινίες της Άντρεα Άρνολντ και η φιλμογραφία του Γουόνγκ Καρ Γουάι. Ο Γουόνγκ Καρ Γουάι μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σπουδαίες μπορεί να είναι μικρές στιγμές ποίησης μέσα στην καθημερινότητα, πως απλές στιγμές μέσα σε μία ταινία μπορεί να έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από μία πολύπλοκη υπόθεση, και η Άντρεα Άρνολντ μ’ επηρέασε με την ειλικρίνεια και την τραχύτητα που μπορεί να κινηματογραφεί ακόμα και τις πιο ευαίσθητες στιγμές.

-Πού συναντάει αυτή η ταινία το «Η Σιγή των Ψαριών Όταν Πεθαίνουν»; Υπάρχει κάτι που συνδέει τις δύο ταινίες;

Εκ πρώτης όψεως δεν έχουν καμία σχέση η μία με την άλλη, αλλά για μένα προσωπικά έχουν τεράστια σύνδεση εφόσον και οι δύο στον πυρήνα τους, μιλάνε για το πως ένας άνθρωπος μπορεί να χαθεί αν δε βρεθεί κάποιος δίπλα του να του απλώσει το χέρι για να κρατηθεί και να μην καταρρεύσει.

-Κοιτώντας πίσω, πότε αποφάσισες ότι θέλεις να γίνεις σκηνοθέτης;

Ανήκω σε μία σινεφίλ οικογένεια οπότε μεγάλωσα βλέποντας πολύ κινηματογράφο. Αφότου είχα ήδη ολοκληρώσει ένα χρόνο σπουδών στη Νομική, κατά τη διάρκεια της εξεταστικής περιόδου έβλεπα τρεις ταινίες την ημέρα αντί να διαβάζω, και τότε συνειδητοποίησα ότι μάλλον κάνω κάτι το οποίο δεν μου αρέσει και ότι υπάρχει κάτι που μου αρέσει πολύ περισσότερο. Όταν, λοιπόν, μέσα σε αυτές τις ταινίες είδα τον «Αντίχριστο» του Λαρς φον Τρίερ, ενώ είναι μία ταινία που δεν έχει καμία σχέση με τις δικές μου, για κάποιο λόγο ήταν το σημείο εκκίνησής μου. Είπα ότι αυτό θέλω να κάνω. Ήταν κάπως ενστικτώδες, δεν υπήρχε κάποια αιτιολογία από πίσω. Έτσι αποφάσισα να παρατήσω τη Νομική και να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών.

-Η οικογένεια σου πώς αντιμετώπισε την απόφασή σου;

Η μισή μου οικογένεια είναι νομικοί, οπότε ήταν μεγάλη απογοήτευση σε ένα πρώτο στάδιο όταν εγώ δήλωσα ότι δεν θέλω να γίνω δικηγόρος. Από την άλλη, επειδή οι γονείς μου με στηρίζουν ουσιαστικά και βαθιά, ακόμα και αν είχαν τις ανησυχίες τους στην αρχή που αποφάσισα ν’ ακολουθήσω ένα τέτοιο μονοπάτι, ήταν υποστηρικτικοί. Όταν ο πατέρας μου αποδέχτηκε ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης, με πήγε ένα ταξίδι στις Κάννες για να δούμε το φεστιβάλ και μου είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Θα σε πάω γιατί αν είναι να γίνεις σκηνοθέτης, θέλω να γίνεις τέτοιος σκηνοθέτης και να παίζονται οι ταινίες σου εκεί». Χαίρομαι που σε λιγότερο από 8 χρόνια από τότε που κάναμε αυτό το ταξίδι, εγώ γύρισα με το Χρυσό Φοίνικα. Νομίζω ότι λειτούργησε τελικά αυτή η «ευγενική βία» που μπορούν ν’ ασκήσουν καμιά φορά οι γονείς, ότι, «αυτό που κάνεις, πρέπει να το κάνεις καλά».

-Οι δικοί σου ήταν στην απονομή;

Οι γονείς μου ήρθαν στο φεστιβάλ τις τελευταίες δύο μέρες. Δεν ήταν όμως μέσα στην απονομή, περίμεναν απ’ έξω. Με το που πήρα το βραβείο, πήρα τον πατέρα μου τηλέφωνο και ξέσπασε σε κλάματα. Επίσης ένα αστείο και συνάμα συγκινητικό σκηνικό, μου διηγήθηκαν οι φίλοι μου, οι οποίοι δεν κατάφεραν να μπουν στην απονομή και παρακολουθούσαν έξω από το Palais des Festivals τη μετάδοση της τελετής από τα μεγάλα ηχεία που υπήρχαν. Ανάμεσα τους ήταν και η μητέρα μου. Όταν ανακοινώθηκε το βραβείο καλύτερης μικρού μήκους ταινίας, δεν κατάφεραν ν’ ακούσουν ποια ταινία πήρε το Χρυσό Φοίνικα και κάποια στιγμή η μάνα μου αναγνώρισε τη φωνή μου και άρχισε να φωνάζει: «Αυτό είναι το παιδί μου!» . Τότε όλοι άρχισαν ν’ αγκαλιάζονται και να κλαίνε.

-Πώς είναι για ένα νέο δημιουργό να κάνει σινεμά στην Ελλάδα σήμερα;

Το να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα, είναι πολύ πιο δύσκολο από το να κάνεις σινεμά σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και αυτό θα έπρεπε να μας βαραίνει λίγο περισσότερο σαν κοινωνία με κάθε βράβευση ελληνικής ταινίας στο εξωτερικό και όχι μόνο στο εσωτερικό.

-Το γεγονός ότι οι ταινίες σου μέχρι σήμερα, έχουν ταξιδέψει σε σημαντικά φεστιβάλ του εξωτερικού (Λοκάρνο, Σάντανς, Κάννες), αυτό σου δίνει μία «σιγουριά» ότι το επόμενο βήμα για σένα μπορεί να είναι πιο εύκολο;

Μπορεί να είναι και ψευδαίσθηση ότι θα είναι πιο εύκολο το επόμενο βήμα για μένα, αλλά σίγουρα τα μεγάλα φεστιβάλ μου δίνουν μία ώθηση, κυρίως διότι λειτουργούν κάπως και σαν μεγάλες οικογένειες. Στηρίζουν τα παιδιά τους, ίσως όχι έμπρακτα, με την έννοια ότι θα με βοηθήσουν να βρω χρηματοδότηση για την επόμενη ταινία μου, αλλά η αλήθεια είναι πως εγώ έχω νιώσει αδιανόητη αλληλεγγύη από αυτούς τους οργανισμούς.

-Η μεγάλου μήκους ταινία που ετοιμάζεις είναι βασισμένη στην ίδια ιστορία;

Το πλάνο είναι να εξελίξω την ιστορία των δύο χαρακτήρων της μικρού μήκους και να δούμε τι συμβαίνει μετά το βενζινάδικο. Θα είναι ένα μελαγχολικό ερωτικό ταξίδι, ένα road trip όπου στην πραγματικότητα θα ψάχνουν ο ένας τον άλλον. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου, αφήνω να δω που θα με οδηγήσουν οι χαρακτήρες.

-Η «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» είναι η τέταρτη μικρού μήκους ταινία σου. Τι κρατάς από την εμπειρία αυτών των τεσσάρων ταινιών;

Ότι είναι πολύ ωραίο να κάνεις σινεμά με τους ανθρώπους που αγαπάς γιατί στην πραγματικότητα δεν θα έχεις από πουθενά αλλού στήριξη.