«Πες μου μια λέξη!» του Μπράιαν Φρίελ από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Ευδόκιμου Τσολακίδη

Πες μου μια λέξη

Η παράσταση ανέβηκε στο Φουαγιέ του Θέατρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών

Το έργο «Πες μου μια λέξη!» [Give me your answer, Do!] του Μπράιν Φρίελ, κυκλοφόρησε το 1997 και εστιάζει στην υπαρξιακή αγωνία του συγγραφέα, που ακροβατεί ανάμεσα στην ανάγκη του για αναγνώριση και στον φόβο του για αξιολόγηση.

Κριτική: Παύλος Λεμοντζής

Το έργο διαδραματίζεται στο σπίτι τού εξαθλιωμένου Ιρλανδού μυθιστοριογράφου Τομ Κόνολι και της συζύγου του Νταίζη, των οποίων οι ζωές επισκιάζονται από την μόνιμα νοσηλευόμενη κόρη τους. Τους επισκέπτονται οι γονείς της Νταίζη, Μάγκι και Τζακ, και ο επιτυχημένος μυθιστοριογράφος Γκάρετ με τη γυναίκα του Γκρέιν.

Το ερώτημα στο επίκεντρο του έργου είναι: Ο Τομ θα καταφέρει να πουλήσει τα χειρόγραφά του σε ένα πανεπιστήμιο του Τέξας, ώστε να αποκτήσει κάποια χρήματα που του χρειάζονταν τόσο πολύ και μια επαγγελματική καταξίωση;

Αυτή είναι μια ιστορία άρρηκτα δεμένων ανθρώπων μεταξύ τους και των συναισθημάτων αγάπης και μίσους που γεννά η εγγύτητα.

Ο τίτλος προέρχεται από ένα δημοφιλές τραγούδι της δεκαετίας του 1890 (“Bicycle Built for Two”). Πρόκειται για ένα κατηχητικό έργο που διδάσκει ότι στη ζωή μπορείς περισσότερο να θέτεις ερωτήσεις παρά να βρίσκεις απαντήσεις.

Πιο συγκεκριμένα, οι μεσήλικες Τομ και η Νταίζη έχουν μια κόρη, την Μπρίτζετ, της οποίας η άγνωστη ασθένεια την καθιστά μόνιμα βουβή, καθηλωμένη στο κρεβάτι της.

Πες μου μια λέξη

Το έργο ξεκινά με τον Τομ να επισκέπτεται την κόρη του. Οι διασκεδαστικές αφηγήσεις του για τα τρέχοντα γεγονότα της οικογένειας αποτυγχάνουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά της, παρότι είναι τραγικά ειρωνικές παρωδίες της αλήθειας.

Ωστόσο, μαθαίνουμε ότι οι γονείς της Νταίζη επισκέπτονται το ζευγάρι –ο πατέρας της είχε κάνει φυλακή για κλοπή– και ότι οι φίλοι τους Γκάρετ και Γκρέιν έρχονται για μεσημεριανό γεύμα. Το πραγματικό δράμα πλανάται γύρω από την εκκρεμή απόφαση ενός πέμπτου επισκέπτη, του Ντέιβιντ, εκπροσώπου βιβλιοθήκης ενός πανεπιστημίου του Τέξας που ενδιαφέρεται να δημιουργήσει ένα αρχείο Ιρλανδών συγγραφέων. Εάν ο Ντέιβιντ αποφασίσει ότι τα πλήρη γραπτά του Τομ είναι άξια, τότε το πανεπιστήμιο θα του δώσει ένα χρηματικό ποσό και ακαδημαϊκή αναγνώριση. Ο Τομ λέει στη σιωπηλή κόρη του ότι η μητέρα της είναι καλά και ότι, επιτέλους, τελείωσε το μυθιστόρημα που δουλεύει εδώ και πέντε χρόνια.

Η σύζυγος Νταίζη, εθισμένη στο ποτό, υπενθυμίζει στον Τομ ότι δεν έχει δημοσιεύσει τίποτα εδώ και επτά χρόνια, ότι το τρέχον μυθιστόρημά του δεν είναι κοντά στο τέλος του, ότι οι λογαριασμοί στοιβάζονται και ότι πρέπει να δείξει στον Ντέιβιντ τα δύο μυστικά χειρόγραφα που γράφτηκαν πριν από χρόνια. Ο Τομ πρέπει να αποφασίσει να τα αποκαλύψει εκείνη την ημέρα, καθώς ο Ντέιβιντ φεύγει σύντομα.
Ακολουθεί ένα σύνολο από πικρόχολα σχόλια μεταξύ των χαρακτήρων του έργου.

Πες μου μια λέξη

Το σκηνοθετικό ταλέντο του Ευδόκιμου Τσολακίδη, προσφέρει στο κοινό όχι μόνο τα καλοσχηματισμένα κατορθώματα πνευματωδών, περίπλοκων χαρακτήρων που προωθούν τη ζωή τους, αλλά και τη σύνδεση αυτών των χαρακτήρων με καθολικές, φιλοσοφικές αναζητήσεις, παρότι οι περικοπές του πρωτότυπου κειμένου είναι αρκετές.

Σε συνέντευξή του, δήλωσε ο ίδιος: «σ’ αυτό ειδικά το έργο, το οποίο είχα τη μεγάλη χαρά να μεταφράσω (συνυπογράφει τη μετάφραση η ΄Έλενα Λαναρά) , ο δεξιοτέχνης Φρίελ πραγματεύεται τη σημασία του λόγου και της σιωπής. Οι ήρωες μιλούν με λεπτές αποχρώσεις αναδεικνύοντας ότι συχνά όσα δεν λέγονται είναι εξίσου σημαντικά με όσα λέγονται. Παράλληλα, η σιωπηλή, κατατονική κόρη, λειτουργεί σαν σύμβολο της εσωτερικής απομόνωσης, που μπορεί να βιώνουμε ακόμη και στις πιο στενές μας σχέσεις.

Στη σημερινή εποχή, όπου οι καλλιτέχνες συχνά καλούνται να προσαρμόσουν τη δημιουργικότητά τους στις απαιτήσεις της αγοράς, το «Πες μου μια Λέξη» είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Η συζήτηση γύρω από την εμπορευματοποίηση της τέχνης, τη φευγαλέα φύση της έμπνευσης, την ευθραυστότητα των σχέσεων και τις πιέσεις της επιβίωσης μας αφορά όλους –δημιουργούς της τέχνης και καταναλωτές της– εξίσου».

Στην παράσταση του ΚΘΒΕ, τα παραπάνω τα εισπράττουμε είτε ευθέως είτε υπαινικτικά, ενώ στην ατμόσφαιρα ενός φιλικού πάρτι, οι ήρωες τολμούν να παίξουν «αλήθειες ή ψέματα» και γίνονται δηκτικοί, απειλητικοί, προσβλητικοί, καθώς χορεύουν, τραγουδούν, πίνουν, υπό την επίφαση της διασκέδασης.

Πες μου μια λέξη

Οι ερμηνείες των καλών ηθοποιών του ΚΘΒΕ, αξιοσημείωτες.

Εντυπωσιακή σύζυγος Νταίζη η Θεοδώρα Λούκας, αλλά όχι πειστική ως άνθρωπος με πάθος το αλκοόλ, εφόσον ο σκηνοθέτης δεν την ήθελε αλκοολική αλλά μια κυρία που αγαπά το τζιν σε κάποιο βαθμό, ενώ πείθει απόλυτα ως απογοητευμένη γυναίκα που προφέρεται στο σπίτι με στιλ ντελικάτο, κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι και βρέχοντας αραιά και πού τα χείλη της με το ποτό, άλλοτε προστατευτική, άλλοτε ειρωνική και αργότερα εκρηκτική στην αγανάκτησή της, ενώ ο Κώστας Σαντάς είναι απολαυστικός ως πατέρας της, ένας αυθάδης, κλεπτομανής αλλά χαριτωμένος άντρας, που είναι συνταξιούχος πιανίστας και πρώην χορευτής, αλλά αναγκάζεται να παραδεχτεί κάποια στιγμή, ότι η μόνη διέξοδός του στα αδιέξοδα της ζωής του, είναι να παριστάνει τον γελωτοποιό.

Διαβάστε επίσης  Ερχεται το... Χάος στο Θέατρο Αθήναιον

Το επιδέξια καλυμμένο με ιλαρότητα προσωπείο της Γκρέιν, Φαίης Κοκκινοπούλου, εμπνέει ευφροσύνη στις σκηνές που σκοτεινιάζονται από τις λεκτικές εντάσεις και τα σκληρά σχόλια. Έξοχη η μεταστροφή της από ιδανική σύζυγος σε ταπεινωμένη γυναίκα που αναγκάζεται να υποκρίνεται την ευτυχισμένη.

Ένα παλιό τραγούδι ακούγεται κάτω από τη σκηνή, ενώ η Μάγκι , συνταξιούχος γιατρός και με κινητικό πρόβλημα, (εξαιρετική η Έφη Δρόσου, ως ένας βράχος βεβαιότητας και ευπρέπειας, στωική και υπομονετική γυναίκα, ακόμα κι όταν τα αρθριτικά της επιδεινώνουν την κατάστασή της) και ο κλεπτομανής σύζυγός της Τζακ, χορεύουν και τραγουδούν μαζί, σε μια πράξη καθαρής υποκριτικής επίδειξης.

Πες μου μια λέξη

Το σκηνικό του πάρτι με θόρυβο, σερπαντίνες και μουσική, αλλά και η εισαγωγή ορισμένων χαρακτήρων, που βασικά είναι εκεί για να περιμένουν μια απόφαση που θα αλλάξει τη ζωή των ηρών — θα αγοράσει ο Ντέιβιντ το αρχείο; — έχουν τσεχοφικές αντηχήσεις (πράγματι ο συγγραφέας είναι ένας αξιοσημείωτος προσαρμογέας των έργων του Τσέχοφ και του Τουργκένιεφ), αλλά, σε αντίθεση με τον Τσέχοφ, ο Φρίλ δεν είναι σε θέση εδώ να δημιουργήσει αξιόπιστους χαρακτήρες ούτε να δημιουργήσει συναρπαστικές καταστάσεις και σχέσεις μεταξύ τους.

Ωστόσο, ο Τομ, τον οποίο υποδύεται με υπερβολή – σκηνοθετική άποψη – ο Γιώργος Καύκας, υποχωρεί για ένα μέρος της δράσης του έργου, όμως εμφανίζεται και κυριαρχεί στο τέλος. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια δυναμική ερμηνεία από τον έμπειρο ηθοποιό του ΚΘΒΕ, ενώ η στάση, η κίνηση, ο λόγος και η έκφραση των άλλων ηρώων, από τον πομπώδη μπρουτάλ Γκάρετ του Γιάννη Τσάτσαρη, την πολύ καλή Νοσοκόμα της Πελαγίας Αγγελίδου, ως τον υπέροχο Θανάση Δισλή, τον ήρεμο και καθαρό Ντέιβιντ, Αμερικανό πανεπιστημιακό εκπρόσωπο, ο οποίος είναι και ο καταλύτης του δράματος της βραδιάς, είναι ισχυρά κίνητρα για να δείτε την παράσταση, έστω κι αν το θεματικό υλικό είναι παλιομοδίτικο και, ίσως, ξεπερασμένο, σε μια σύγχρονη κοινωνία, όπου οι αξίες έχουν διαβρωθεί από την πεζή καθημερινότητα και από το άγχος της επιβίωσης σ’ έναν κόσμο ξένων, ακόμα και κατοίκων στον ίδιο δρόμο.

Η σκηνή, πάντως, που φορτίζει συναισθηματικά την αίθουσα είναι η τελευταία, όπου ο πατέρας Τομ, σ’ έναν σπαρακτικό μονόλογο, απευθυνόμενος προς την άρρωστη κόρη του, εξομολογείται την αγάπη του γι’ αυτήν, το νοιάξιμο που είναι αστείρευτο και της υπόσχεται να μείνει αέναο, ενώ η σύζυγός του και μητέρα της Μπρίτζετ ικετεύει τον άνδρα της να μη «φύγει» μ΄ ένα αγωνιώδες, ψιθυριστό και συναρπαστικό «Τομ, σε παρακαλώ…..».

Το αφαιρετικό σκηνικό και τα πλουμιστά κοστούμια υπογράφει η Δανάη Πανά, απολύτως ευκρινές ως αμερικάνικο σύνολο αυτό του Ντέιβιντ, ενώ η μουσική επιμέλεια έγινε από τον ίδιο τον σκηνοθέτη και οι φωτισμοί από τον Στέλιο Τζολόπουλο.

Ο συγγραφέας, πάντως, αναλαμβάνει το ριψοκίνδυνο και μυστηριώδες ζήτημα της συγγραφικής πράξης και την εξάρτηση των χαρακτήρων του από αυτό, για τα προς το ζην.

Το δήθεν είναι κυρίαρχο σημείο της αισθητικής και της σκηνοθεσίας της ιστορίας. Η υποκριτική είναι συνολικά αξιέπαινη. Η γενναιοδωρία του Φρίελ στη χρήση πληθώρας εύγλωττων προτάσεων καθιστά αυτό το κυκλοθυμικό και ανθρώπινο παιχνίδι συναισθημάτων, ενδιαφέρον.

Θα πρέπει να τονίσω, ύστερα από έρευνα, ότι το θέμα πρέπει να απασχολούσε τον θεατρικό συγγραφέα, καθώς εκείνη την εποχή σκεφτόταν, επίσης, τι να κάνει με το δικό του αξιόλογο αρχείο. Η απόφαση που πήρε ήταν να το δωρίσει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ιρλανδίας (NLI). Δεδομένου του εξέχοντος ρόλου του Brian Friel στο ιρλανδικό θέατρο και στην πνευματική ιστορία της Ιρλανδίας, καθώς και της διεθνούς του αναγνώρισης, είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί η αξία και η σημασία αυτού του αρχείου.

Η παράσταση ανέβηκε στο Φουαγιέ του Θέατρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, από το Κ.Θ.Β.Ε.

*Κατάλληλο για άτομα άνω των 12 ετών

Διάρκεια: 100′ (χωρίς διάλειμμα)

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Έλενα Λαναρά
Σκηνοθεσία – Σκηνική προσαρμογή μετάφρασης, Μουσική επιμέλεια: Ευδόκιμος Τσολακίδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Δανάη Πανά
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Βίντεο: Άντα Λιάκου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Πελαγία Αγγελίδου
Οργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη

Διανομή (με αλφαβητική σειρά):
Πελαγία Αγγελίδου (Νοσοκόμα), Θανάσης Δισλής (Ντέιβιντ), Έφη Δρόσου (Μάγκι), Γιώργος Καύκας (Τομ), Φαίη Κοκκινοπούλου (Γκρέιν), Θεοδώρα Λούκας (Ντέιζι), Κώστας Σαντάς (Τζακ), Γιάννης Τσάτσαρης (Γκάρετ)

Φιγκυράν: Χριστίνα Λουκά (Μπρίτζετ)