Θεωρώντας τον εαυτό της αυτουργό φόνου, μια αλαφιασμένη γυναίκα τηλεφωνεί στην αστυνομία με πρόθεση να παραδοθεί, ενώ στο διπλανό δωμάτιο βρίσκονται τα ακίνητα σώματα του συζύγου και της ερρωμένης του, που, υποτίθεται, ήταν και η καλύτερή της φίλη.
Κριτική του Παύλου Λεμοντζή
Στον επόμενο τόνο η αλήθεια ξεγυμνώνεται αργά μεν, εκκωφαντικά δε, καθώς όλοι αναζητούν στο τηλέφωνο το ζευγάρι των εραστών, αλλά μόνο αυτή μπορεί ν’ απαντήσει, ως μοναδική παρούσα στο σπίτι του συμβάντος.
Κι όσο περνάει η ώρα, τόσο αποκαλύπτονται τα κρίματα όλων και το τίμημα της ενοχής που αναλογεί στον καθένα.
Η ηρωίδα, αιωρούμενη μεταξύ ρεαλιστικού και φανταστικού, φανερώνει σταδιακά τη δική της αλήθεια, μέσα στην οδυνηρή επίγνωση της ρημαγμένης της ζωής.
Όταν κάποια στιγμή φθάνει η αστυνομία, η ξεκάθαρη εικόνα της πραγματικότητας ξεπροβάλλει σαν τιμωρία και, ίσως, σαν λύτρωση.
Ένα έργο τρυφερό και ανθρώπινο, που ανοίγει παράθυρο στο θέμα της γυναικείας κακοποίησης, όχι κατ’ ανάγκη της άσκησης σωματικής βίας, αλλά της ψυχικής τυραννίας, φέρνοντας τους νέους, κυρίως, θεατές, αντιμέτωπους με θέματα όπως η διαμόρφωση της προσωπικότητας, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η δυσκολία στην επικοινωνία, η μοναδικότητα του ατόμου, η αποποίηση ευθυνών και η ευάλωτη θέση του αδύναμου.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Σε μια εποχή που η υποκρισία, το προσωπικό συμφέρον και η κοινωνική ανευθυνότητα κάθε μορφής εξουσίας, τείνουν να γίνουν κανόνας – κόντρα στην λογική και την επιθυμία του μέσου πολίτη – ο Τζων Μιχάλης, με το θεατρικό μονόλογό του «ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ», καταγράφει αριστοτεχνικά με την πένα του, το καίριο ζήτημα της σχέσης εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου και τις τραγικές, ενίοτε, συνέπειές του.
Μέσα από μια ιστορία, που θα μπορούσε κανείς με ευκολία να χαρακτηρίσει «προσωπικό δράμα», ο συγγραφέας διεισδύει στη σαθρή λογική όλων όσοι θεωρούν δεδομένη τη δική τους ισχύ.
Στοχοποιεί τη χρήση των μέσων επικοινωνίας, «εισβάλλει» σε αξίες που χάνονται, όπως η εμπιστοσύνη, το φιλότιμο, η ντροπή και το «καθαρό μέτωπο», όπως λέγανε οι παλιοί.
Τέλος, καταδικάζεται στο κείμενό του η άνανδρη – καθ΄ οιονδήποτε τρόπο – επίθεση εναντίων των γυναικών και, δυστυχώς, η απώλεια της ζωής τους.
Πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ, που συναντάμε στην καθημερινότητα μας, συνήθως, ως αυτήκοες ή αυτόπτες μάρτυρες. Ωστόσο, το σαρκαστικό χιούμορ, διάσπαρτο μέχρι το απροσδόκητο φινάλε, κυριαρχεί και προβληματίζει.
Σταύρος Παρχαρίδης
Είναι προφανές ότι οι συγγραφέας Τζών Μιχάλης μελέτησε σε βάθος το φαινόμενο «κακοποίηση γυναικών», ως αποτέλεσμα ψυχολογικής πίεσης και ενέπλεξε στη μυθοπλασία του τα σημαινόμενα: Η συστηματική και διαδεδομένη ψυχολογική βία, η οποία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εδράζεται σε έμφυλες κοινωνικές δομές και δεν αποτελεί μια τυχαία πράξη, παρά μια βαθιά ριζωμένη πρακτική με ένα ευρύ φάσμα τραυματικών επιπτώσεων στην ψυχοσωματική ζωή των εμπλεκόμενων ανθρώπων.
Οι μορφές που μπορεί να λάβει αυτή η «αρρώστια» είναι ανάλογες του περιβάλλοντος, στο οποίο θα εμφανιστεί και οι πιο συνήθεις μορφές περιλαμβάνουν την ενδοοικογενειακή βία, τη συντροφική βία, τη σεξουαλική βία, τη σεξουαλική παρενόχληση, αλλά και τη συναισθηματική – ψυχολογική βία και, βεβαίως, τα συνεπακόλουθά τους, όπως η παραφροσύνη και το έγκλημα, ακόμα και με τη μορφή αυτοχειρίας.
Όλα όσα εισπράξαμε, δηλαδή, στη φροντισμένη παράσταση του Σταύρου Παρχαρίδη, με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Βάσως Δήμογλου, η οποία, αξιοποιώντας στο έπακρον τα εκφραστικά της μέσα, βιώνει τον μονόλογο με ένταση, χιούμορ αλλά και με αγχωτικό ρυθμό.
Οι εναλλασσόμενες εντυπώσεις αποδομούν τον αρχικό της δυναμισμό, μέσα σ’ ένα δυστοπικό σκηνικό (Μαρία Παπατζέλου) από κούτες με πραμάτειες ή κούτες μετακόμισης , μπορεί μεταφοράς αντικειμένων – γιατί όχι, κούτες απορριμμάτων- ένα μπαούλο με σπαράγματα ζωής της ηρωίδας που αποκαλύπτονται σταδιακά κι ένα τηλέφωνο ως μέσο διαφυγής, αλλά και με συνεπίκουρους στην ατμόσφαιρα ψυχολογικού θρίλερ τους φωτισμούς της ομάδας και τη μουσική του Νίκου Πανδή.
Η σκηνοθεσία του Σταύρου Παρχαρίδη κρατά το κοινό σε εγρήγορση με τις εκπλήξεις και τη διαρκή κίνηση της πρωταγωνίστριας. Οι εναλλαγές του φωτός με το σκοτάδι στον ψυχικό της κόσμο προμηνύουν ανατροπές, οι οποίες έρχονται στο προσκήνιο και κρατούν δέσμιο το «δια ταύτα» ως το φινάλε. Εκεί ο θεατής αντιλαμβάνεται με σαφήνεια την καταστροφική επίδραση της προδοσίας, της απάτης, της κοροϊδίας, της μοναξιάς και της απόγνωσης στον ψυχισμό μιας γυναίκας.
Ρεαλιστική και τρυφερή η παράσταση αναδεικνύει, μέσα από τα κινούμενα κάδρα της, το στοιχείο της ενδοσκόπησης και διαποτίζει με ρεαλισμό τη ζοφερή πραγματικότητα.
Ιδιαιτέρως εντυπώθηκε στο κοινό και το τραγούδι «Ρόδα ολάνθιστα» του μουσικοσυνθέτη Νίκου Πανδή, σε στίχους του συγγραφέα και ερμηνεία από την Αναστασία Κόσμογλου.
Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του προγράμματος του Θεάτρου ΜΑΙΩΤΡΟΝ: το «ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ», ένα πετυχημένο πρόγραμμα που – σε πρώτη φάση -ξεκίνησε δίνοντας την ευκαιρία σε τρεις πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς να παρουσιάσουν το έργο τους.
Παραγωγή: Θέατρο ΜΑΙΩΤΡΟΝ
ΑΘΗΝΑΣ 21- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Συντελεστές παράστασης:
Ερμηνεύει: Βάσω Δήμογλου
Κείμενο: Τζων Μιχάλης
Σκηνοθεσία: Σταύρος Παρχαρίδης
Σκηνικά κοστούμια: Μαρία Παπατζέλου
Μουσική: Νίκος Πανδής
Φωτισμοί: Θέατρο ΜΑΙΩΤΡΟΝ
Φωτογραφίες: Σταύρος Παρχαρίδης
Διαφημιστικό Βίντεο: Γιώργος και Σταύρος Παρχαρίδης.
Το τραγούδι της παράστασης «Ρόδα ολάνθιστα» μελοποίησε ο Νίκος Πανδής σε στίχους του Τζων Μιχάλη και ερμηνεύει η Αναστασία Κόσμογλου.
Η παραγωγή του τραγουδιού έγινε στο Riverside Studio Thessaloniki από τον Σωκράτη Παπαιωάννου.
Το Σάββατο 9 και την Κυριακή 10 του μηνός, οι τελευταίες παραστάσεις στο «ΜΑΙΩΤΡΟΝ»!