Αντώνης Συκάρης: Τι είναι η νόσος του υψομέτρου που τον “πρόδωσε”

Χιονοδρομικό Κέντρο Ελατοχώρι Ελατοχωρίου Πιερία

Tα νοσήματα των μεγάλων υψομέτρων περιλαμβάνουν τα εγκεφαλικά και πνευμονικά σύνδρομα

Ο Αντώνης Σύκαρης που άφησε την τελευταία του πνοή στα Ιμαλάια προδόθηκε από τη νόσο του υψομέτρου.

Τι είναι όμως αυτή η νόσος: ΄Οπως γράφει η παθολόγος Φούλα Βασιλαρά στο hygeia.gr: «Tα νοσήματα των μεγάλων υψομέτρων περιλαμβάνουν τα εγκεφαλικά και πνευμονικά σύνδρομα, που αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα της έκθεσης του μη εγκλιματισμένου ατόμου σε μεγάλα υψόμετρα.

Τα σύνδρομα αυτά δεν είναι ιδιαίτερα συχνά, αλλά φαίνεται πως τα επόμενα χρόνια, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας του σκι, και την ευρεία διάδοση της ορειβασίας θα παρουσιάσουν αύξηση.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί, που αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα της υποξίας, στην οποία είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι ο εγκέφαλος και οι πνεύμονες. Απαιτείται ταχεία ανάβαση σε υψόμετρο τουλάχιστον 2500 μέτρα. για να αναπτυχθεί εγκεφαλικό ή πνευμονικό οίδημα.

Εκδηλώσεις από τον εγκέφαλο

Στις εκδηλώσεις από τον εγκέφαλο συμπεριλαμβάνονται η οξεία νόσος των ορέων και το οξύ εγκεφαλικό οίδημα. Η οξεία νόσος των ορέων αποτελεί πρώιμη μορφή εγκεφαλικού οιδήματος και χαρακτηρίζεται από κεφαλαλγία απαραίτητα και τουλάχιστον ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, έμετος), αϋπνία, ζάλη και αδυναμία.

Το εγκεφαλικό οίδημα μεγάλου υψομέτρου χαρακτηρίζεται από αταξία ή εναλλαγές της συνείδησης ή και των δύο, εμφανίζεται δε προοδευτικά ή αιφνίδια σε ασθενή με οξεία νόσο των ορέων. Αντικειμενικά παρατηρείται οίδημα των θηλών του οφθαλμού, αμφιβληστροειδικές αιμορραγίες και κλινική εικόνα γενικευμένης εγκεφαλοπάθειας. Η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου (MRI), έδειξε σε ασθενείς που παρουσίασαν εγκεφαλικό οίδημα, εξ αιτίας μεγάλου υψομέτρου αυξημένη ένταση σήματος στις Τ2 ακολουθίες , κυρίως στη λευκή ουσία του εγκεφάλου και μάλιστα στα βασικά γάγγλια, χωρίς ιδιαίτερη συμμετοχή της φαιάς ουσίας. Η παρατήρηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει την υπόθεση ότι το εγκεφαλικό οίδημα δεν είναι ενδοκυττάριο, γιατί έτσι θα αφορούσε κυρίως τη φαιά ουσία, αλλά αγγειοκινητικό. Η υποξία δηλαδή προκαλεί αγγειοσύσπαση με συνέπεια την αύξηση της υδροστατικής πιέσεως στα αγγεία, η οποία μεταφέρεται στο τοίχωμα των τριχοειδών. Αυτή οδηγεί σε βλάβη των ενδοθηλιακών κυττάρων και αυξημένη τριχοειδική διαπερατότητα, διάσπαση του αιματοεγκεφαλικού φραγμού και εξαγγείωση πρωτεϊνών με διαφυγή υγρού στις περιοχές του εγκεφάλου όπως η λευκή ουσία όπου η διάταξη των κυτταρικών στοιχείων είναι πιο χαλαρή ώστε να επιτρέπει τη συγκέντρωση υγρού².

Θεραπεία και πρόληψη: Η θεραπεία της οξείας νόσου των ορέων ή του εγκεφαλικού οιδήματος των μεγάλων υψομέτρων περιλαμβάνει κατ’ αρχήν διακοπή της περαιτέρω ανόδου. Ο ασθενής πρέπει να μεταφερθεί σε χαμηλότερο υψόμετρο και να λάβει συμπληρωματικά οξυγόνο. Κάθοδος κατά 500 έως 1000 μέτρα είναι αρκετή για να επιφέρει αναστροφή του συνδρόμου. Υπάρχουν και φορητοί υπερβαρικοί θάλαμοι που επιτυγχάνουν εξομοίωση του υψομέτρου σε ορισμένες απομονωμένες περιοχές. Όταν η κάθοδος δεν είναι δυνατή και η χορήγηση του Ο2 αδύνατη τότε η χορήγηση δεξαμεθαζόνης ή ακεταζολαμίδης μπορεί να επιφέρει βελτίωση των συμπτωμάτων μέσα σε 12 ώρες σε πολλούς ασθενείς. Για την πρόληψη του εγκεφαλικού οιδήματος η καλύτερη τακτική είναι η προοδευτική άνοδος έως ότου προσαρμοστεί το άτομο στο νέο υψόμετρο. Κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 2500 μέτρα, θα πρέπει μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο να μην ανεβαίνει περισσότερο από 600 μέτρα και να παραμένει για να εγκλιματιστεί στο νέο υψόμετρο για μια νύχτα και αυτό να επαναλαμβάνεται έως το επιθυμητό ύψος. Σε περιπτώσεις που επιθυμείται ταχεία ανάβαση, συνιστάται προφυλακτική χορήγηση ακεταζολαμίδης ή δεξαμεθαζόνης ή και των δύο μαζί .

Το πνευμονικό οίδημα παρατηρείται ως αποτέλεσμα ταχείας ανάβασης πάνω από τα 2500 μέτρα. Οι ασθενείς παρουσιάζουν αυξημένη υδροστατική πίεση στα πνευμονικά τριχοειδή και φυσιολογική πίεση στον αριστερό κόλπο. Είναι δηλαδή ένα μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα. Η αυξημένη υδροστατική πίεση δημιουργείται ως αποτέλεσμα της αγγειοσύσπασης που αυτή με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα της υποξίας.

Η αύξηση της υδροστατικής πίεσης έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της πίεσης που ασκείται στο τοίχωμα των τριχοειδών κι αυτό κατ’ επέκταση έχει ως αποτέλεσμα τη διάσπαση της τριχοειδικής ενδοθηλιακής στιβάδας και της κυψελιδικής επιθηλιακής στιβάδας. Μέσα από τις οπές που δημιουργούνται εξαγγειούνται πρωτεΐνες υψηλού μοριακού βάρους και υγρό στο διάμεσο και κυψελιδικό χώρο κι έτσι δημιουργείται το πνευμονικό οίδημα.

Εάν κανείς αναστρέψει την αύξηση της υδροστατικής πίεσης μειώνοντας την αγγειοσύσπαση με τη χορήγηση Ο2 παρατηρείται εντυπωσιακή βελτίωση του πνευμονικού οιδήματος, λόγω ταχύτατης αποκατάστασης της μικροκυκλοφορίας του πνεύμονα στο φυσιολογικό. Επιπλέον η υπερδραστηριότητα του συμπαθητικού συστήματος ως απάντηση στην υποξία και η ελαττωματική σύνθεση του οξειδίου του αζώτου φαίνεται ότι συνεπικουρούν στην ανάπτυξη υψηλών πιέσεων στην πνευμονική αρτηρία.

Από την κλινική εικόνα προέχει αρχικά ο ξηρός βήχας, η ταχύπνοια και η ταχυκαρδία ηρεμίας. Αργότερα παρατηρείται ορθόπνοια, υγροί ρόγχοι στις βάσεις αμφοτερόπλευρα και αιματηρά πτύελα. Ένας στους δύο ασθενείς με πνευμονικό οίδημα παρουσιάζει ταυτόχρονα συμπτώματα οξείας νόσου των ορέων ή και εγκεφαλικού οιδήματος.

Θεραπεία και πρόληψη: Μέγιστης σπουδαιότητας είναι η άμεση συμπληρωματική χορήγηση Ο2. Η συμπληρωματική χορήγηση Ο2 μειώνει ταχύτατα την πίεση στην πνευμονική αρτηρία κατά 50% και αναστρέφει ραγδαία την εξέλιξη του πνευμονικού οιδήματος. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η συμπληρωματική χορήγηση Ο2 και η κάθοδος σε χαμηλότερο υψόμετρο είναι επαρκή θεραπευτικά μέτρα. Εάν είναι αδύνατη η χορήγηση Ο2 και η κάθοδος, τότε συνιστάται θεραπευτική χορήγηση νιφεδιπίνης.

Άτομα που έχουν εμφανίσει πνευμονικό οίδημα σε προηγούμενη ανάβαση, συνιστάται να ανέρχονται σε μεγάλα υψόμετρα βραδέως και να λαμβάνουν προφυλακτικώς νιφεδιπίνη.