Μερίδες συμπολιτών είτε νεαρής είτε προχωρημένης ηλικίας, εμφανίζονται αρνητές μιας σταθερής πολιτικής που εφαρμόζει η πολιτεία, επαναστάτες με καθοδηγούμενη αιτία επικαλυμμένη ιδεολογικά και δημιουργούν το ξέφτισμα – στην όποια διάστασή του – των νόμων, των κανόνων, της ηρεμίας, της φρονιμάδας, κυρίως σε επετείους ή αναμετρήσεις ομάδων.
Με φωτιές, καταστροφές ή με διαδηλώσεις σε δημόσιους χώρους, σε πλατείες και δρόμους, σε κρυφά μαγαζιά, σε εκκλησίες ή παραλίες, όπου μπορούν, τέλος πάντων, να τρυπήσουν την κανονικότητα. Οι αντίθετοι αποκηρύττουν την ανομία. Οι απέναντί τους, την επικροτούν.
Οι «κλειστές κοινωνίες» φυλετικού, μα αμφιλεγόμενου παραδοσιακού χαρακτήρα, ζουν με δόγματα κατασκευασμένα απ’ το αφεντικό. Στο δικό μας «ριάλιτι» η «παραγωγή» διαφεντεύει. Οι «παίκτες» κομματιάζονται μέσα- έξω απ’ τον στίβο. Τα αφεντικά αντλούν ισχύ από την ασφυκτική υπεροχή κανόνων που τα «συμβόλαια» νομιμότητας θεσπίζουν. Έτσι, αναπαράγονται σάπιες ιδεολογίες και βεντέτες, εκτοπίζονται το ήθος και την αγωγή, επειδή κάθε δημοκρατικός έλεγχος προσκρούει σε παγιωμένες πεποιθήσεις τού «εγώ» ή της χειριστικής ομάδας τους, με αποτελέσματα – συχνά – αιματηρές συγκρούσεις.
Σε αυτές τις κοινωνίες, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι ( τιτλούχοι ή μη) είναι φτιαγμένοι από τα ίδια «υλικά», με τη μισαλλοδοξία, τον φθόνο και τη λαχτάρα να διεκδικούν μεγάλο μερίδιο. Κοινωνίες που δε λογοδοτούν, αμάθητες στην κριτική και στην αυτοκριτική, είναι καταδικασμένες να αναπαράγουν οπορτουνιστές- υπερεκτιμημένους αρχηγούς, χειραγωγημένους πολίτες, ακραίες συμπεριφορές, συμφερολοντογικές μόνο αντιλήψεις, αυτονομία και αυτοδικία.
Η χρεοκοπία δεν είναι- σχεδόν ποτέ – μόνο οικονομική. Ο δημόσιος διάλογος οφείλει να αγγίζει και πτυχές που μοιάζουν απροσπέλαστες, «χτισμένες» με μυστικά. Όταν, όμως, ο πυρήνας αυτής της κοινωνίας σκληραίνει και αναδιπλώνεται αδυνατώντας να πει τα πράγματα με το όνομά τους, τότε και το «κυνηγητό» υποβαθμίζεται σε παιχνίδι «πισώπλατο» και παραμένει ατιμώρητο.
Οπότε, «όταν η συμφορά συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη» έλεγε ο Οδ.Ελύτης, αλλά τα μαυροφορεμένα ακροδεξιά μειράκια γνωρίζουν μόνο την «ποίηση» της αλυσίδας και την προστασία των «αφεντικών» τους. Δεν είναι χειρότεροι των κουκουλοφόρων αριστεροφασιστών, που εκτελούν τις ίδιες διαταγές και σπέρνουν φόβο και καταστροφή με φωτιές και μολότοφ.
Γενικά τώρα, ο κακοαναθρεμμένος, ο κατευθυνόμενος «αντάρτης», είναι αυτός που δεν αφήνει να πέσει τίποτα κάτω. Τα μαζεύει όλα, τα κλειδώνει μέσα του και πλουτίζει τις έχθρες του. Οι άλλοι, υπολογίζονται ως απειλή και ενόχληση. Ο ίδιος, επειδή αδυνατεί να αντιληφθεί την ίδια του την αήθεια, επιτίθεται μοχθηρά και, συγχρόνως, πιστεύει ότι πράττει το πρέπον. Δεν έχει σημασία η σημαία που υψώνει. Μαύρη, κόκκινη, πολύχρωμη, ο δρόμος είναι όμοιος. Πορεία προς την ανομία και το χάος.
Στην μεγάλη αρένα της επιβίωσης και στον δικό μας τόπο, που μαστίζεται από παθογένειες- κατάρες, με χειρότερη αυτή της διχόνοιας στο όποιο πεδίο (πολιτική, ποδόσφαιρο, θρησκεία), οι πολίτες δεν μπορούν να ομονοήσουν σχεδόν σε τίποτε. Από την κορυφή έως τη βάση, διαφωνίες, αυθαιρεσίες και ανικανότητα υποστήριξης του κοινωνικού συνόλου. Ξερόλες πολίτες επιτίθενται σε επιστήμονες και επιστήμονες διατάσσουν κυβερνώντες να ακολουθήσουν εντολές τους. Μια κατάσταση τσίρκου, όπου όλα αιωρούνται στο κενό κι η τύχη είναι ο καθοριστικός παράγοντας επιβίωσης. Εάν ο ισορροπιστής τα καταφέρνει στο τεντωμένο σκοινί, επιβιώνει. Μια φορά να στραβοπατήσει, γκρεμοτσακίζεται.
Επομένως, η αδυναμία κάποιου να σχετιστεί με αυτό που συμβαίνει γύρω του, δεν αποτελεί μια γενική αναισθητοποίηση αλλά μια ιδιαίτερη μορφή αναλγησίας και προφυλαγμένης αποκοπής.
Αυτή η ασχετοσύνη είναι χειρότερη από την ανοιχτή κακία, από το ξίδι της εχθρότητας. Η εχθρότητα, τουλάχιστον, σε βγάζει συνήθως από τα ρούχα σου και σε κάνει παραδόξως να αφιερώνεσαι σε έναν άλλον, έστω «αρνητικά». Μερικοί, ας πούμε, μπορούν να αντλούν νόημα από τις βρισιές που εξαπολύουν καθημερινά σε κάποιο πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο όχι μόνο δεν τους είναι αδιάφορο μα, αντιθέτως, φροντίζουν να μάθουν τα πάντα γι’ αυτό κι έτσι χτίζουν έναν δεσμό. Άλλοι, πιο δημιουργικοί πιστεύω, εξισορροπούν τα μίση τους με σχέσεις αφοσίωσης και αγάπης − μαθαίνοντας, εν τέλει, πόσο εύκολο είναι το πρώτο και πόσο απαιτητικό το δεύτερο.
Σ’ ένα άλλο επίπεδο, οι ιώσεις είναι εδώ, τα μέτρα είναι της συμφοράς, οι άνθρωποι παγκόσμια κουράστηκαν να θρηνούν νεκρούς, να δοκιμάζουν αντικαταθλιπτικά, να υπομένουν ευάλωτοι στον ιό – φονιά τα παιχνίδια πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών, να διαβάζουν ανεύθυνα ή τεκμηριωμένα σχόλια, να παρασύρονται από κατασκευασμένες ειδήσεις, να πνίγονται από τις μολότοφ και τα χημικά, να ανοίγουν παράθυρο εκτόνωσης στο gossip θέμα, να παραλληλίζουνε δικαίως ή αδίκως τον φανατισμό με τα πολιτικά και θρησκευτικά δόγματα ή να ρίχνουν αναθέματα σε δολοφόνους κατά συρροή, με άλλοθι ιδεολογικές πεποιθήσεις ή γενετικά αρρωστημένα πάθη, και να αγωνίζονται για επιβίωση εν μέσω κατεστραμμένων επαγγελμάτων, πτωχευμένων επιχειρήσεων, συνοικιών βουτηγμένων στα λασπόνερα και το φως του ήλιου να φωτίζει σύριγγες με τα εμβόλια.
Αλλά η ελπίδα υπάρχει κόντρα στον αμοραλισμό Έτσι είναι ο άνθρωπος. Τσακίζεται, ελπίζει στο καλύτερο, μαζεύει τα κομμάτια του κι επιβιώνει. Ταυτόχρονα, στρουθοκαμηλίζει όταν η συμφορά δεν τον αγγίζει άμεσα, αλλά περιστρέφεται γύρω από τον απέναντι, ως σιωπηλός μάρτυρας.