«Woke culture»

Παύλος Λεμοντζής

του Παύλου Λεμοτζή

Δημοσιογράφου, κριτικού θεάτρου

Η woke culture γεννήθηκε, σχετικά πρόσφατα, στις ΗΠΑ, αλλά εξαπλώθηκε στην οικουμένη με ταχύτητα ιντερνική, οπότε φώλιασε για τα καλά σε κάθε χώρα που διατηρεί ζωντανές ομάδες με λόγο και αντίλογο, όπως ακτιβιστές, φονταμενταλιστές, συλλογικότητες αλληλεγγύης και λοιπά παρακλάδια που ονοματίζουν την κάστα τους όπως τους έρθει, αρκεί να συμβολίζει κάτι ο τίτλος.

Βασικά, αυτό το κίνημα δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, χωρίς όνομα, κυρίως στην πολιτική. Οι οπαδοί του «woke» δε δέχονται την παραμικρή αμφισβήτηση της αυθεντίας τους, δε συζητούν, δεν κάνουν διάλογο. Τρανταχτό παράδειγμα ο 47ος Πρόεδρος Αμερικής, αλλά κι εδώ, η άμεση διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά από τη Ν.Δ.

Παράδειγμα, επίσης, η αποπομπή του Κασσελάκη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί που τον έφεραν αυτοί τον έδιωξαν. Ο ίδιος δε, πριν καθαιρεθεί με συνοπτικές διαδικασίες, είχε μαχαίρι και ψαλίδι κι έκοβε όποιον δε συμφωνούσε μαζί του. Πολύ παλιότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αν θυμάστε, άλλαζε τους υπουργούς του σαν τα πουκάμισά του και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ο μετρ των ανασχηματισμών. Τότε δε μιλούσαμε για κίνημα «woke» αλλά για «αποφασίζω και διατάζω» του αρχηγού, υπό την επίφαση της μη συμμόρφωσης με τις πάγιες κινήσεις του κόμματος, άρα ο μεγαλόσχημος παραβάτης έθετε εαυτόν εκτός κόμματος.

Σήμερα, οι γουόκερς (αδόκιμος όρος, αλλά βολεύει) δαιμονοποιούν όσους τους αμφισβητούν, τους ομαδοποιούν σε μαύρες λίστες της στιγμής, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των λόγων τους. Είτε μιλούν για φασισμό ή ρατσισμό ή τρομοκρατία, οι έννοιες αλλάζουν από το αρχικό τους νόημα για να χρησιμοποιηθούν – κάθε φορά – για τον στιγματισμό του νέου εχθρού της ώρας.

Ένα μεγάλο μέρος της ιδεολογικής ταυτότητας του θιγμένου, με γνώσεις εμπειρογνώμονα, συνίσταται στο να επαναπροσδιορίζει πάντα τα νοήματα, προκειμένου να τα ταιριάξει με το πορτραίτο του εχθρού της στιγμής. Το βλέπουμε και το ακούμε καθημερινά στα δελτία ειδήσεων. Τους απλούς πολίτες του είδους, ο λαός τους έλεγε «κωλοτούμπες», όρος που εύκολα υιοθετήθηκε από πολιτικούς ολκής και, μάλιστα, από βήματος Βουλής.
Από τον αντιεξουσιαστή στον φασίστα, από τον ακροδεξιό στον λαϊκιστή, η προοδευτική δημοκρατία δεν έχει πάψει να δημιουργεί κατηγορίες για να χαρακτηρίσει αυτούς που λοιδορούνται – δικαίως ή αδίκως – ως αντίθετοι στις επιταγές της.

Η προαναφερθείσα κουλτούρα, λοιπόν, απέκτησε ευρύτερη χρήση επί Ομπάμα, αλλά οικειοποιήθηκε από πάμπολλες οργανώσεις με αντικείμενο ενασχόλησής τους το οτιδήποτε ενάντια στις πάσης φύσεως κοινωνικές ανισότητες. Έτσι, μετεξελίχθηκε σε μια -σχεδόν υστερική – νέα θρησκεία, όπου οι ζηλωτές της θυμίζουν διωγμούς και λιντσαρίσματα Χριστιανών στα ρωμαϊκά χρόνια ή αγέλες φανατισμένων Χριστιανών σε βάρος ειδωλολατρών στα βυζαντινά χρόνια.

Όπως όλες οι ευγενείς ιδέες, έχει κι αυτή δυο όψεις  σαν τα νομίσματα. Στην θετική τους εκδοχή συνιστά πολιτική ευπρέπεια, κατάφαση στην ετερότητα στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στην αρνητική τους, μετατρέπεται σε πολιτικό ευσεβισμό, απολιθώνεται σε τελετουργική, αυτοεπιβεβαιωτική επίδειξη σεβασμού σε θέσφατα, εκφράζεται με ιδιάζουσα γλώσσα και, δυνητικά, εκφυλίζεται σε «αστυνομία» σκέψης.

Στο ξεκίνημά της αυτή η κουλτούρα, ήταν μια ανανεωτική δύναμη, που απέβλεπε σε πράγματα σωστά, δίκαια και πρέποντα, όπως κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα μεταχείρισης και ευκαιριών, αναγνώριση δικαιώματος αυτοδιαχείρισης σώματος και προσωπικότητας. Ελλοχεύει στον καιρό μας ο κίνδυνος να μετατραπεί σ’ ένα ισοπεδωτικό κίνημα, με σημαία του το «όποιος διαφωνεί είναι εχθρός».

Σημασία για τη σημερινή κοινωνία, που ορθώνουμε όλοι μας, είναι το «woke» να μη μεταλλαχθεί σε τυραννία μιας μειοψηφίας που απεχθάνεται, αν δεν απαγορεύει, την κάθε κριτική σκέψη. Σημασία έχει για το όποιο φύλο, την όποια πεποίθηση, ο σεβασμός στον άνθρωπο.

Ένας άνθρωπος, ανάλογα με τον χαρακτήρα του, μπορεί να αμυνθεί ή να προσαρμοστεί, προσωρινά ή έστω κατά κύκλους, σε συνθήκες απώλειας και απροσδιοριστίας.

Όταν, όμως, αυτή η μετέωρη αίσθηση εξαπλωθεί στην κοινωνία, χωρίς την ίδια στιγμή να διεξάγεται η πολιτική σύγκρουση με καθαρούς όρους, έστω ολοκληρωτισμού, έστω πολέμου, όπου τα άτομα μπορούν να παίρνουν συγκεκριμένες θέσεις άμυνας ή και οργανωμένης αντεπίθεσης, τότε φαίνεται αναπόφευκτο να ενισχύονται οι τάσεις και οι πράξεις αυτοκαταστροφής και αυτοθυσίας.

Αλλά και σε αυτή την κατάσταση, που η δυνατότητα άμυνας μοιάζει «ματαιωμένη», υπάρχει ένα όριο, ένα κατώφλι, που, όταν οι κοινωνικές συνθήκες το διαβούν, τότε αναπτύσσεται μια δυναμική στην οποία η αντίδραση μπορεί να γίνει «αλυσιδωτή» και ανεξέλεγκτη.

Η σπουδαία Διδώ Σωτηρίου είχε πει κάποτε: « δεν είδα γύρω μου κανέναν να σέβεται τον άνθρωπο. Είδα να σέβονται τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία, τη μοχθηρία, την ατιμία..»