Στόματα ερμητικά κλειστά!

Παύλος Λεμοντζής

του Παύλου Λεμοντζή

Δημοσιογράφου, κριτικού θεάτρου

Χρόνια και χρόνια σιωπής. Από την εποχή της «σιδερωμένης» Σπυριδούλας (1955) στην Ελένη του Κωσταλέξη, στην ανώνυμη ανήλικη που την εξέδιδε ο μαστροπός συγγενής.

Στη λεκτική και σωματική κακοποίηση -έως θανάτου- του Βαγγέλη Γιακουμάκη, στον βιασμό της χρυσής ολυμπιονίκη, στην κακοποίηση ηθοποιών – γυναικών και ανδρών – από πανίσχυρους σκηνοθέτες και συναδέρφους τους, στην εντεκάχρονη μικρή αθλήτρια που άνοιξε το στόμα της στα 21 της και μίλησε για τον βιασμό της από τον παιδεραστή προπονητή της, στη δολοφονία της Καρολάϊν στα Γλυκά Νερά Αττικής από τον σύζυγό της, μέχρι το σοκ από την πρωτοφανή στη χώρα μας υπόθεση των τριών νεκρών παιδιών στην Πάτρα, που, όπως φαίνεται, επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα στην Αμαλιάδα με τον θάνατο πέντε βρεφών, υπόθεση που, ενώ γράφω αυτές τις γραμμές, δε γνωρίζω την κατάληξή της.

Σοκαρισμένος είμαι κι εγώ από την αρρωστημένη μανία για παιδοκτονία, μιας ακόμη(;) σύγχρονης Μήδειας κι από το ανάθεμα διαφόρων, εκ του ασφαλούς, μέσα από το διαδίκτυο. Στόματα ερμητικά κλειστά! Έξω από το σπίτι της, μέσα από τα στούντιο των κάθε είδους εκπομπών, σε όλα τα κανάλια. Κι όμως, η ενοχή της σιωπής οδήγησε στις κραυγές αναθέματος. Δήθεν δεν ήξερε η μικρή κοινωνία της γειτονιάς τι συνέβαινε σ’ ένα διαλυμένο σπίτι. Και στην Πάτρα και στην Αμαλιάδα. Υποκρισία, σιωπή και συγκάλυψη. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.

Σκοταδισμός ή φόβος που δε γνωρίζει χρονικά όρια και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις; Η πληγή στη ψυχή, όσο αιμορραγεί, κλείνει το στόμα των παθόντων. Δυστυχώς, ο περίγυρος ξέρει κι αρκείται στους ψιθύρους. Πίσω από τις πόρτες, πίσω από τα παράθυρα, κάτω από τα χαλιά, κάτω από τις καρέκλες- τίτλους. Σημαντικός ο φόβος του στίγματος, αλλά πιο σημαντική είναι, πιστεύω, η βαθιά καχυποψία για τους πολιτικούς νόμους και η ενστικτώδης αποστασιοποίηση από τις αλήθειες της οικογένειας και του στενού κύκλου. Η σιωπή για πολλά εγκλήματα ακουμπάει στην ιδέα πως στην κοινωνία εμπεριέχονται «καρύδια κάθε καρυδιάς» και πως «αυτό το ανάλγητο κράτος» δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Μια απαισιόδοξη θυμοσοφία συνοδεύει, συνήθως, την ατομική απάθεια και το πνεύμα έλλειψης συνεργασίας με τις Αρχές, οι οποίες, εξάλλου, παρουσιάζονται διαρκώς ως μεγαλύτερο κακό.
Κάπως έτσι πέρασαν και περνούν ατιμώρητα άπειρα δράματα πίσω από κλειστές πόρτες. Οι λεγόμενες τοπικές κοινωνίες είναι εδώ και χρόνια το φίλτρο της ελληνικής λήθης. Στην ουσία μιλάμε για νοσηρή εσωτερική συνεννόηση πολλών ανθρώπων να προσποιούνται πως δε γνωρίζουν, ενώ γνωρίζουν. Να βλέπουν, μα να κάνουν τους τυφλούς, να διαπιστώνουν το κακό, μα να το προσπερνούν σφυρίζοντας και σχολιάζοντας πίσω από γρίλιες. Οι μικροί κύκλοι, η παρέα, η κοινότητα που δε θέλει ο «ξένος» νόμος να της ορίζει καθήκοντα και υποχρεώσεις.
Έτσι, οι περιβόητες τοπικές κοινωνίες έχουν δημιουργήσει ιδεώδη τείχη προστασίας για βιαστές, εμπρηστές, καταπατητές, ντόπιους μαφιόζους και οικογένειες βασανιστών. Μία άτυπη, σκληρή και απάνθρωπη ομερτά κρατά φρικτά εγκλήματα κρυμμένα πίσω από βρώμικους τοίχους. Φόβος, ντροπή και πόνος αλυσοδένουν αθώες ψυχές νέων ανθρώπων, που δεν έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν το έγκλημα, καταλήγοντας πολλές φορές στην αυτοχειρία.

Μετακυλίοντας μερικά κλικ αριστερά ή δεξιά το θέμα «συνενοχή στο έγκλημα με τη σιωπή», περνάμε από την κοινωνία των πολιτών σ’ αυτήν των πολιτικών και της πολιτικής. Εκεί μεγεθύνονται τα νοσηρά φαινόμενα, έστω κι αν έρχονται στο φως καταγγελίες για σοβαρά αδικήματα, όπως καταχρήσεις, χρηματισμός, «προδοσίες» , ψευδείς κατηγορίες κι άλλα χειρότερα. Σε τέτοιες περιπτώσεις τη σιωπή αντικαθιστά η συγκάλυψη. Παρότι «ο κόσμος το’ χει τούμπανο», το κρυφό καμάρι φανερώνεται αλλά παραμένει «καμάρι» για την παράταξή του, και, κατά κανόνα, ατιμώρητο. Συνηθισμένη υπόθεση, την οποία ο κόσμος αποδέχεται και προσπερνά μ’ ένα «κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει» και οι πολιτικοί τη συντηρούν με νόμους υπέρ τους, όπως η ασυλία των τριακοσίων. Ωστόσο, αίσθηση στην κοινή γνώμη κάνει η κακοποίηση, με τον όποιον τρόπο, πολίτη από πολίτη και η λέξη «σοκ» συνοδεύει την ετεροχρονισμένη αποκάλυψη. Μετά, όψιμα, ανοίγουν τα στόματα και η «χιονοστιβάδα» παρόμοιων γεγονότων σε παρελθόντα χρόνο, καλύπτει μόνο τα δελτία ειδήσεων.

Ναι μεν «ποτέ δεν είναι αργά» και «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον», αλλά το παιχνίδι της ενοχής έχει τεράστια συμμετοχή στη δυστυχία του ανθρώπου. Μόνο με θάρρος μπορεί κανείς ν’ αλλάξει μια ζοφερή κατάσταση. Να ψάχνει θαρραλέα τον εαυτό του προσπαθώντας να ανακαλύψει τα συστατικά του, πέρα και πάνω από οποιαδήποτε κριτική, από οποιαδήποτε ενοχική διάθεση και από οποιαδήποτε τάση αυτο-υποτίμησης.

Ένας Κρητικός σχολιαστής, ο Παύλος Πολυχρονάκης, έγραψε πριν από χρόνια και στην κρητική ντοπιολαλιά ένα εύστοχο στιχούργημα, διαχρονικά επίκαιρο, και το παραθέτω ως κατακλείδα.

«Όταν αντίδραση καμιά δεν κάνουμ΄ όπου πρέπει φοβούμενοι επίπτωση μην έχουμε στην τσέπη, όταν δεν την εκφέρουμε την εναντία γνώμη αλλ΄ από σκοπιμότητα ζητούμε και συγγνώμη, όταν “τα κείμενα κακώς” τα΄αφήνουμε ως έχουν και δεν αντιστεκόμαστε σ΄ όσους μας κατατρέχουν. Όταν για ό,τι γίνεται γύρω μας δε μας νοιάζει και ευλογούμε τ’ άδικο που ολούθε οργιάζει. Όταν δίνουμε γήπεδο σε κάθε αδικία κι αφήνουμε ανενόχλητες, Έριδα και Κακία Όταν τ΄αλλού το πρόβλημα, λέμε, δε μας αγγίζει σ΄απόσταση αναπνοής και να μας προσεγγίζει.

Όταν θωρούμε φονικό και κλείνουμε τα μάτια και λέμε: Να μην μπλέξουμε! Ας πάει στα κομμάτια και όταν υποθάλπουμε τον δράστη από συμπάθεια, φιλία ή συγγένεια ή προς το θύμα εμπάθεια, τότε και η άδολη σιωπή κακούργημα σημαίνει γιατ΄αποκρύπτει το κακό που ξέρει πως συμβαίνει».