Κάθε μέρα Πασχαλιά;

Παύλος Λεμοντζής

του Παύλου Λεμοντζή

Δημοσιογράφου

Διότι τα παλιά τα χρόνια, εκείνα με τις αυλές, τα κεραμίδα, τους χωμάτινους δρόμους, τις στάμνες στα βρυσάκια, τις καλημέρες τις ελεύθερες, τα κλειδιά στην εξώπορτα, τα φρέσκα αυγά στα κοτέτσια των χαμοσπιτιών, το σκυλί που δε δάγκωνε ούτε αλυχτούσε αναίτια, τον γαλατά με τα γκιούμια, ζωντανό ξυπνητήρι, τον ασβέστη περιμετρικά του πέτρινου αυλότοιχου στην κάθε Πασχαλιά, και με τον κερασμένο καφέ της νοικοκυράς.

Αυτός ο καφές με το μερακλίδικο καϊμάκι του, σε βιάζει, καμιά φορά, να μετράς τον χρόνο ανάποδα, όπως τώρα δα, καλή ώρα. Επιλεκτική παρέα σήμερα, τότε -ως εκ θαύματος – μπερδεμένη αλλά απολύτως ταιριαστή. Σάμπως, τι είχαν να χωρίσουν οι άνθρωποι στην κανπομάνα πόλη; Στο μεροκάματο όλοι, πλην των μεγιστάνων. Μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι, χιλιάδες εμείς.

Με τη σταγόνα όλα, αλλά την Άνοιξη τη ρούφαγε ο κοσμάκης αχόρταγα κι ήταν μπόλικα τα δώρα της. Γιασεμιά και πασχαλίτσες, μενεξέδες και ζουμπούλια, αεράκια δροσερά, αγαπησιάρης ήλιος κι ακριβά αισθήματα. Εργάτες, Μπακάληδες, μικροπωλητές, μερεμετατζήδες, οικοδόμοι, δάσκαλοι, παπάδες, χωροφύλακες, στις ψάθινες καρέκλες κι «άντε στην υγειά μας».
-Καλώς τον. Πού χάθηκες εσύ, βρε ψυχή; Χρόνια και ζαμάνια να σε δούμε.
-Στο χωριό ήμουν, για το Πάσχα ήρθα.

Κι αυτό ανάποδο. Είχε τα ζώα του στο χωριό. Κατέβηκε στην πόλη να γιορτάσει τη Λαμπρή. Όλος ο κόσμος στην κεντρική πλατεία για την Ανάσταση. Ποδαράτα. Μήτε αστικά μηδέ αυτοκίνητα. Σάματι πόσα κυκλοφορούσαν τη μέρα; Τόσα λίγα, πλην των «Κάντιλακ» ταξί, αδιάφορα ακόμα και για τους κεντρικούς ασφαλτοστρωμένους δρόμους.

Το απαγορευμένο στο σήμερα, τότε ήταν έθιμο απαραίτητο. Με το «Χριστός Ανέστη» φώτιζαν τον ουρανό οι πολύχρωμες ρουκέτες και τα βεγγαλικά. Κι ένα πράγμα παράξενο, κανένα ατύχημα. Καμμιά κραυγή πόνου. Μόνο ευχές, αγκαλιές, σταυρωτά φιλιά και αυγά κόκκινα στα χέρια. Ύστερα, δεκάδες φαναράκια ανηφόριζαν τα σοκάκια μέχρι τα σπίτια τα ασβεστωμένα, μια εικόνα παραμυθένια.

Έτσι κυλούσε η ΄Άνοιξη, έτσι κι η Πασχαλιά. Οι άνθρωποι ανακάτευαν τα υλικά που τους χάριζε η φύση, τα μυρωδικά και τα λουλούδια, την ομορφιά δηλαδή, και τη φόραγαν στα πρόσωπά τους. Εκείνα τα παλιά, τα ωραία, δεν υπάρχουν πια κι ούτε τα γνωρίζει ο μέσος πολίτης. Από πού να τα μάθει; Ποιος διαβάζει Παπαδιαμάντη, ας πούμε; Κανείς. Το διαδίκτυο σερβίρει πολέμους, αίμα, πτώματα, ακόμα και στα παιχνίδια, πόσω μάλλον στ’ αλήθεια.

Οι Πασχαλιές του 21ου αιώνα, άχρωμες και άοσμες. Πού να φυτρώσει το δενδράκι ανάμεσα στις πολυκατοικίες; Ανοίγεις το παράθυρο και το κλείνεις αμέσως, μη σε πνίξει το καυσαέριο και η καπνιά απ΄ τις μολότοφ και τα χημικά. Ανοίγεις την τηλεόραση και χαζεύεις, άμα έχεις όρεξη, τους πολιτικούς που σεργιανάνε με τις κουστωδίες τους τις αγορές, για να μοιράσουνε λόγια – παραμύθια, μπροστά στις κάμερες.
Αλλάζεις κανάλι: ατυχήματα, δυστυχήματα, πόλεμοι σε Ανατολή και Δύση, ακρίβεια, τσακισμένες λαχτάρες για επιδόματα -ελεημοσύνες, οι ζάμπλουτοι βόλτα στο διάστημα, οι μεσαίοι όπου φύγει – φύγει σε νησιά και σε βουνά κι οι άλλοι, οι της γης καταραμένοι, στην ανημποριά και στα δάνεια.

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου….» όμως στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάμε για σχοινί. ‘Ημαρτον, Κύριε, μεγαλόψυχος εσύ, συχώρα με τον αμαρτωλό, αλλά παλεύει μέσα μου η αγωνία με τη λογική, αν κι έχει χάσει κάθε ισχύ, μιας και τα ελάχιστα λογικά σκιρτήματα αντέχουν πολύ λίγο και θέλω να πετάξω στα μούτρα των λαοπλάνων «για φυλακή είστε όλοι», μα δεν το κάνω. Φοβάμαι. Ρουφιάνοι παντού, η διαφθορά σε όλα τα κέντρα εξουσίας, μόνο ο τρελός τη γλυτώνει. Και με τη βούλα εισαγγελέα. Οπότε, βουλιάζω κι εγώ στα λαθραία όνειρα, αντάρτης της πορδής που ξέρει να κρύβεται στη σκιά της αλήθειας.

Διότι, το κράτος μού χρωστάει. Δεν του χρωστάω. Και σε δικηγόρους που καταφύγαμε οι αδικημένοι που χάσαμε «Δώρα εορτών», αποζημιώσεις, αναδρομικά και άλλα δικαιούμενα, φάγαμε «πόρτα» που λέμε λαϊκά, ενώ οι ηνίοχοι του άρματος που μα οδηγούν τυφλοί, ανεπαρκείς, δίχως οράματα, έχοντας μόνο έναν καημό για φως, το προσωπικό τους όφελος, μας φωνάζουν με κάθε τρόπο. « Δώσαμε, δώσαμε. Κάθε μέρα Πασχαλιά; Όχι, φυσικά».

Μεγάθυμοι εμείς, μέρες που’ ναι, λέμε από καρδιάς: «Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα»