ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας: «Λίβινγκ Ρουμ» της Εύας Οικονόμου- Βαμβακά ή πότε ήταν η τελευταία φορά που ονειρεύτηκες κάτι;

Λίβινγκ Ρουμ

Μια παράσταση που περιγράφει την καθημερινότητα με πρωταγωνίστρια τη νέα γενιά

Πέρα από την εικόνα, θαρρείς αυτό το έργο είναι ένας τηλεβόας, δηλαδή μια μεγάλη συσκευή σε σχήμα χοάνης που συλλέγει ηχητικά κύματα απ’ όσα διαμείβονται στη σκηνή και τα οδηγεί στο αυτί του θεατή: «το παρόν είναι μια παγκόσμια ή, έστω, μια ελληνική κοινότητα, αν όχι μελαγχολικών, βαθύτατα προβληματισμένων νεαρών ανέργων. Το δε μέλλον, δυσοίωνο!».

Κριτική: Παύλος Λεμοντζής

Επειδή  όλοι  μεγαλώσαμε  στους  κόλπους  μιας  οικογένειας,  θεωρούμε  αυτονόητο ότι κατέχουμε  και το νόημά της. Πιστεύουμε ότι οι εμπειρίες μας περί  οικογενειακής  ζωής  είναι «φυσιολογικές»  και  ότι όλες  οι  οικογένειες  μοιάζουν  με  τη  δική μας. Κι επειδή νομίζουμε  πως  ξέρουμε, καλλιεργούμε λάθος αντιλήψεις και για  ολόκληρη την κοινωνία μας.

H οικογένεια, ως θεσμός, έχει υποστεί σαρωτικές και ταχύρρυθμες αλλαγές στη δομή, στη λειτουργία και στη διάρθρωσή της, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Η δύσκολη εποχή έφερε στο προσκήνιο παλιά οικογενειακά μοντέλα και σχήματα, καθρεφτίζοντας τις βαθιές κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές μεταβολές, όπως τον εκφυλισμό των θεσμών, αλλά και το τέλμα που επιφέρει μια πνιγηρή σπιτική ατμόσφαιρα.

Οι εξ ανάγκης μορφές οικογένειας, που τελευταία ολοένα και πιο συχνά συναντούμε, μοιάζει να αποτελούν ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο φαινόμενο, το οποίο προσαρμόζεται στη δυναμική ευρύτερων διεθνών και εγχώριων εξελίξεων.
Στην παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, μένουμε στον τόπο μας.

Ελλάδα 2025. Σε μια επαρχιακή πόλη που φωτίζεται από τον λαμπερό ήλιο και την παντελή έλλειψη ελπίδας, ένα ζευγάρι γνωρίζεται, δοκιμάζει και αποτυγχάνει καθώς η έλλειψη ζωτικού χώρου έχει ήδη προδιαγράψει το μέλλον του. Μια οικογένεια εξαντλεί την εφευρετικότητά της προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει. Μια χώρα που καταρρέει οικονομικά, η στεγαστική κρίση που βαθαίνει, ανθρώπινες ζωές που βουλιάζουν καθώς δεν έχουν το απαραίτητο οξυγόνο για να αναπνεύσουν. Μια γλυκόπικρη ιστορία που, αν δεν ήταν τραγική, θα έμοιαζε αυθεντικά κωμική.

Λίβινγκ Ρουμ

Σκηνοθετικό Σημείωμα

Ζούμε ιστορικές στιγμές. Στα χρόνια μας, οι οικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει άρδην, έχει αναδυθεί το ζήτημα της στεγαστικής κρίσης αλλά και του brain drain, οι κοινωνικές ανισότητες τείνουν να διογκώνονται και το μέλλον φαντάζει σκοτεινό. Το καινούργιο καταφθάνει αλλά δε μοιάζει να είναι αυτό που περιμέναμε. Κι εμείς δεν έχουμε καν τα όπλα να το αντιμετωπίσουμε. Και έτσι ίσως το μόνο που μας μένει είναι να το καταγράψουμε, να το μεταποιήσουμε σε τέχνη και κάπως έτσι να το ξορκίσουμε. Να αποτυπώσουμε αυτό το γλίστρημα από τη ζωή στην επιβίωση, που δεν ξέρουμε σε ποια ακριβώς χρονιά συνέβη και πώς του επιτρέψαμε να φράξει και το δικό μας δρόμο.
Εύα Οικονόμου- Βαμβακά

Το ζευγάρι αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη γενιά, η οποία ερωτεύεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μαθαίνει ξένες γλώσσες μέσα από εφαρμογές, μένει ακόμη στο πατρικό σπίτι και αναγκάζεται να τραβήξει ξεχωριστούς δρόμους. Η κοπέλα φεύγει στο εξωτερικό, ο νεαρός μένει στον τόπο του, εφόσον εξασφαλίζει μόνιμη εργασία.

Είναι όμως οι δυο κύριοι ήρωες τόσο ζεστοί και οικείοι, η ιστορία τους τόσο πραγματική και ρομαντική ταυτόχρονα, που η γλυκύτητα της υπόθεσης υπερβαίνει την αισθητική της, καταλήγοντας σ’ ένα φινάλε που απογειώνει τη συμπάθεια αλλά και τη ματαιότητα.

Ο Κωστής (Αλέξανδρος Σκουρλέτης) και η Ελένη (Κωνσταντίνα Βέρρου) είναι ένα δυνάμει ζευγάρι, που βλέπει τις επιλογές στη ζωής του να καθορίζονται από τα χρήματα, συγκεκριμένα από την απουσία τους, στην Ελλάδα της αβεβαιότητας και της καθίζησης ονείρων.

Το ζευγάρι δεν έχει λεφτά για να νοικιάσει σπίτι ή να αγοράσει αυτοκίνητο κάποιος από τους δύο, δεν μπορεί να συνευρεθεί μόνο του, παρά σε δημόσιους χώρους. Έτσι, αδυνατώντας να πληρώσουν ακόμη και για ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, αναζητούν κάθε φορά δημόσια μέρη που χρησιμοποιούνται για σεξ, γεγονός που αρχίζει να επηρεάζει τη σχέση τους, η οποία είναι δέσμια του οικογενειακού κομφορμισμού, της οικονομικής ασφυξίας και μιας ανύπαρκτης προοπτικής.

Λίβινγκ Ρουμ

Η χαρισματική Μαρία Τσιμά είναι η μητέρα Νέλλη, που μαγειρεύει περίπου επαγγελματικά, για να εξοικονομήσει κάποια χρήματα. Ταυτόχρονα, είναι στρατηγικής αντίληψης ηνίοχος της μικρής της οικογένειας, αλλά είναι και ο κυματοθραύστης δύσκολων καταστάσεων. Εξαιρετική στον ρόλο της, χαρίζει γενναιόδωρα απολαυστικές στιγμές στο κοινό είτε φορτισμένες συναισθηματικά με πικρία και άγχος είτε με χιούμορ και τη γνωστή ιδιοσυγκρασία μιας Ελληνίδας μάνας.

Ο αδερφός της, ο Μανώλης, είναι ο συνταξιούχος θείος (Δημήτρης Πετρόπουλος), που ζει στο ίδιο σπίτι, βρίσκει διαρκώς λόγους να μιλά διαδικτυακά με μια Γερμανίδα , ενώ λατρεύει την ηλιόλουστη Ελλάδα και θέλει να τη φέρει εδώ, ως νύφη.

Ο έμπειρος ηθοποιός ερμηνεύει αξιοθαύμαστα όλες τις λεπτές αποχρώσεις ενός ηλικιωμένου άνδρα, παραδομένου στο καθεστώς που διέπει ανθρώπους στη δύση τους και λαχταρούν έναν απτό έρωτα.

Οι δύο νεανικοί ανδρικοί χαρακτήρες δουλεύουν σε ένα συσκευαστήριο, ενώ ο φίλος του Κωστή, ο Άλκης, θέλει να μεταναστεύσει στη Γαλλία, να γίνει αμπελουργός και η Ελένη που σπούδασε χορό ονειρεύεται καριέρα στην Ολλανδία.

Όμως, ο Κωστής παραμένει με τη μάνα, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, οπότε ασφυκτιούν τα μέλη στο λίβινγκ ρουμ (χώρος ζωής), ο έρωτας στραγγαλίζεται και οι ορίζοντες προς την ευτυχία είναι θολοί.

Ο Άλκης (Νικόλας Μίχας) εμφορείται από το όνειρο της φυγής και την αναζήτηση ανώτερου βιοτικού επιπέδου και, σαφώς, είναι πιο δυναμικός, πιο τολμηρός στις αποφάσεις του.

Έτσι, συμπληρώνεται στη σκηνή μια ετερόκλητη πεντάδα ανθρώπων, διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικών καταβολών και διαφορετικών ονείρων.

Λίβινγκ Ρουμ

Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο εύκολα όσο ελπίζουν, και η σχέση τους περνάει κι αυτή τη δική της κρίση, καθώς οι δυο νέοι προσπαθούν να βρουν τρόπους διαφυγής από τα πολλαπλά «δεσμά» της οικογένειας, μιας ετοιμόρροπης οικονομίας και ενός αβέβαιου μέλλοντος.

Η ξεκάθαρη πρόθεση της συγγραφέως και σκηνοθέτιδας Εύας Οικονόμου Βαμβακά δεν είναι να καταγγείλει πολιτικά, αλλά να αφηγηθεί θεατρικά μια ερωτική ιστορία που πατάει και με τα δύο πόδια στην πραγματικότητα. Πραγματικότητα καυτή και αναγνωρίσιμη, αλλά όχι φτηνά νατουραλιστική, με πρωταγωνίστρια μια γενιά που αγωνίζεται να αποδείξει πως δε θα χαθεί σε μια πατρίδα με ελάχιστες προοπτικές ανέλιξης, ακόμα και στην τρέχουσα χρονική περίοδο, όπου πολλοί νέοι ήδη συμμάζεψαν βαλίτσες και πτυχία και μετανάστευσαν σε τόπους, αν όχι με υψηλό βιοτικό επίπεδο, τουλάχιστον ικανό να τους καλύπτει ανάγκες καθημερινότητας.

Η σκηνοθεσία, τρυφερή και την ίδια στιγμή χιουμοριστική, ισορροπεί γοητευτικά­ ανάμεσα στον ρεαλισμό και στην υπέρβασή του, στο δράμα και στην κωμωδία, στη «μικρή» (προσωπική) και «μεγάλη» (κοινωνική) αλήθεια, αλλά επιβάλλει αργούς ρυθμούς, οι οποίοι, πιστεύω, λειτουργούν εναντίον της παράστασης.

Καθώς η μουντή, άσχημη καθημερινότητα είναι η κυρίαρχη συνθήκη, η Εύα Οικονόμου Βαμβακά έντυσε το κείμενό της με πρωτότυπη, διασκεδαστική μουσική και, μάλιστα, επί σκηνής παίζει το ντόπιο συγκρότημα Acid Plato, οπότε, όλη αυτή η μιζέρια καταφέρνει να πετύχει τον στόχο του κειμένου: Να καταγράψει το αδιέξοδο μιας νέας γενιάς δίχως ιδιαίτερα προσόντα, αδιέξοδο που αιτία του είναι η οικονομική κρίση και η συνεπαγόμενη ανεργία.

Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτοί οι νέοι άνθρωποι να μην ελπίζουν ότι θα ζήσουν αξιοπρεπώς και με ενδιαφέροντα, αλλά απλώς θα επιβιώσουν.

Από την άλλη, σε προσωπικό επίπεδο, ο με ελάχιστα ενδιαφέροντα νεαρός ήρωας διχάζεται ανάμεσα στην προοπτική του έρωτα αφ’ ενός, ο οποίος όμως δεν παρέχει την παραμικρή ασφάλεια για το μέλλον, και αφετέρου, του βολέματος (και ταυτόχρονα βαλτώματος) σε έναν ασφαλή, γκρίζο και μίζερο κομφορμισμό. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή.

Οι τρείς νέοι ηθοποιοί: Αλέξανδρος Σκουρλέτης, Νκόλας Μίχας και Κωνσταντίνα Βέρρου ερμηνεύουν τους ρόλους τους σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες.

Λίβινγκ Ρουμ

Η γραφή της Εύας Βαμβακά-Οικονόμου, αν θέλουμε να την κατατάξουμε σε ένα είδος, θα έλεγα ότι είναι ποιητικός ρεαλισμός. Ρεαλιστικός και καθημερινός λόγος, σχεδόν απλός,  με κάποιες ποιητικές αναγωγές και συνειρμούς πιο στοχαστικούς.

Το σκηνικό των: Βασίλη Αποστολάτου και Μιχαήλας Πλιαπλιά ορίζεται από έξι χώρους που μοιάζουν με κινηματογραφικό πλατό. Απαλά χρώματα κάθε εποχής, δημόσιοι χώροι (ουρητήρια) και ιδιωτικοί ( σπιτική κουζίνα όπου η Νέλλη μαγειρεύει στ’ αλήθεια) δημιουργούν έναν κοινό τόπο, όπου οι: Κωνσταντίνα Βέρρου, Νικόλας Μίχας, Δημήτρης Πετρόπουλος, Αλέξανδρος Σκουρλέτης και Μαρία Τσιμά ζουν τις μικρές φανερές ζωές τους και υφαίνουν τις μεγάλες εσωτερικές επιθυμίες τους.

Στο δεύτερο μέρος του έργου το σκηνικό μεταλλάσσεται σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, απλωμένη σε ενιαία έκταση.

Το «Λίβινγκ ρουμ» κρύβει μια αγριότητα, δοσμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε οι ελπίδες παραμένουν ζωντανές. Η δομή της παράστασης θυμίζει σκόρπια καρέ που συναντήθηκαν στο μοντάζ, ενώθηκαν και διηγήθηκαν μια ιστορία. Η σκηνοθεσία ακολουθεί μια φωτορεαλιστική, τρισδιάστατη οπτική, που διευκολύνει τον θεατή να κατανοήσει καλύτερα το κείμενο, εφόσον ξεπεράσει τον σκόπελο των αργών ρυθμών.

Διαβάζοντας την παράσταση μ’ ένα πιο διεισδυτικό βλέμμα, αποκομίζεις συμπεράσματα πέρα από τα προφανή, όπως: Άραγε, και στις σχέσεις όλα έχουν μια τιμή;

Όταν ένα ζευγάρι έρχεται σε απόσταση με κύρια αιτία το οικονομικό θέμα, το πρόβλημα της σχέσης είναι μάλλον πολύ πιο σημαντικό και βαθύτερο, από το ίδιο το χρήμα.

Είτε ο ένας κερδίζει περισσότερα, είτε κάποιος από τους δυο είναι άνεργος, είτε υπάρχει απληστία, τσιγκουνιά, ζηλοτυπία, καταπίεση, άγχος, ανασφάλεια σχετικά με την εξέλιξη της πορείας του ζευγαριού, υπάρχει μια κρυφή σημασία από πίσω.

Ο καθένας από τους δύο έχει διαμορφωμένη την προσωπική του «ψυχική λογιστική», μια οικονομική νοοτροπία, που υποσυνείδητα καθρεφτίζει τις πρώιμες εμπειρίες και τις ριζωμένες πεποιθήσεις γύρω από τον εαυτό, επειδή το βίωμα της στέρησης ή της αφθονίας στην τρυφερή ηλικία καλλιεργεί, σταδιακά, και την οικονομική σκέψη και συμπεριφορά.

Ένα ζευγάρι καλείται να «παντρέψει» τις διαφορετικές ανάγκες και προσεγγίσεις γύρω από τη συμβίωση και αν δεν τα καταφέρνει, οι συγκρούσεις το φέρνουν στον χωρισμό.
Τελικά, φταίει το οικονομικό για τη ρήξη στα ζευγάρια; Είναι το χρήμα η πηγή του προβλήματος; Ή μήπως είναι η αφορμή;

Συντελεστές:
Κείμενο/Σκηνοθεσία: Εύα Οικονόμου – Βαμβακά
Σκηνικός χώρος: Βασίλης Αποστολάτος & Μιχαήλα Πλιαπλιά
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Αποστολάτος
Βοηθός σκηνοθέτης & ενδυματολόγος: Βάσια Χρονοπούλου
Πρωτότυπη Μουσική & Μουσικοί επί σκηνής: Acid Plato
Κινησιολογία: Αλέξανδρος Σταυρόπουλος
Οργάνωση Παραγωγής – Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Οργάνωση Παραγωγής – φωτογραφίες & trailer: Λιλή Νταλανίκα
Κατασκευή σκηνικού: Γιώργος Μαστοράκης, Γιάννης Σταυρίδης, Κώστας Γαρουφαλίδης
Συμπαραγωγή: ΔΗΠΕΘΕ ΚΑΒΑΛΑΣ – Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν
Με την υποστήριξη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Παίζουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά): Κωνσταντίνα Βέρρου, Νικόλας Μίχας, Δημήτρης Πετρόπουλος, Αλέξανδρος Σκουρλέτης, Μαρία Τσιμά

Διάρκεια: 80 λεπτά