Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά σήμερα 14 Σεπτεμβρίου την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, γιορτάζοντας την διπλή ανεύρεση του Σταυρού πάνω στον οποίο μαρτύρησε ο Ιησούς Χριστός.
Πρόκειται για μια από τις ακίνητες Δεσποτικές εορτές της ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας, δηλαδή τις εορτές που είναι αφιερωμένες στην ανάμνηση και τον επίγειο βίο του Ιησού Χριστού.
Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού συνέβη το 326 μ.Χ. όταν η μεγάλη σε ηλικία μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η μετέπειτα Αγία Ελένη, μετέβη στους Αγίους Τόπους στα πλαίσια ενός προσκυνηματικού ταξιδιού. Ο θείος ζήλος της, την έκανε να αρχίσει έρευνες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, προκειμένου να φέρει στο φως τα μέρη στα οποία έζησε και δίδαξε ο Ιησούς Χριστός.
Στα Ιεροσόλυμα πραγματοποίησε μεγάλες ανασκαφές ώσπου να βρεθούν οι τόποι της Σταύρωσης και της Ανάστασης στον λόφο του Γολγοθά και να την οδηγήσουν στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού με την αρωγή ενός αρωματικού φυτού, του γνωστού μας βασιλικού. Ύστερα από επίπονες ανασκαφές βρέθηκαν τρεις σταυροί, του Κυρίου αλλά και των δύο ληστών. Ο ειδωλολατρικός ναός της Αφροδίτης, που είχε ανεγείρει το 135 μ. Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός, ήταν χτισμένος πάνω στους θαμμένους σταυρούς. Η Ελένη, αφού διέταξε να τον γκρεμίσουν, ξέθαψε τον Τίμιο Σταυρό και έπειτα έχτισε στη θέση του τον περικαλλή Ναό της Αναστάσεως, ο οποίος αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού. Ο Σταυρός του Κυρίου παραδόθηκε στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Μακάριο, ο οποίος τον τοποθέτησε στον ναό της Αναστάσεως στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 335 μ.Χ..
Η δεύτερη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού σχετίζεται με τους Βυζαντινό-Περσικούς Πολέμους. Ύστερα από 280 περίπου χρόνια, το 614 μ. Χ., οι Πέρσες κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα, έκαναν μεγάλες καταστροφές, πήραν τη μεγάλη ασημένια λειψανοθήκη, στην οποία η Αγία Ελένη είχε φυλάξει τον τίμιο Σταυρό. Οι πυρολάτρες Πέρσες θεώρησαν τον Σταυρό μαγικό, εξαιτίας κάποιων θαυμάτων που έγιναν, και τον προσκυνούσαν. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, έπειτα από 14 χρόνια, μετά την οριστική νίκη του εναντίον των Περσών το 628 μ. Χ., ανέκτησε το ιερό σύμβολο της Χριστιανοσύνης και το μετέφερε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Σεπτεμβρίου του 629 μ.Χ., αποτελώντας μέρος του θριάμβου του, και στη συνέχεια στα Ιεροσόλυμα εναποθέτοντας το τίμιο ξύλο στο Γολγοθά και το Ναό της Αναστάσεως. Τον Τίμιο Σταυρό παρέλαβε ο Πατριάρχης Ζαχαρίας υψώνοντας τον στον άμβωνα και ψάλλοντας ο λαός το “Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου”. Αυτή, λοιπόν, την ύψωση καθιέρωσαν οι Άγιοι Πατέρες, να γιορτάζουμε στις 14 Σεπτεμβρίου για να δοξάζεται ο Χριστός που σταυρώθηκε σ’ αυτόν, και να μπορέσουμε κι εμείς να υψώσουμε μέσα στις ψυχές μας το Σταυρό του Κυρίου μας.
Η σημερινή μέρα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η οποία φέρει τα ίσα με την ημέρα της Μ. Παρασκευής όπου στη θεία λειτουργία διαβάζεται το ίδιο ευαγγελικό ανάγνωσμα, έχει καθιερωθεί ως ημέρα αυστηρής νηστείας, καθώς η θυσία και η νίκη του Ιησού Χριστού αποτελεί το σύμβολο της ελπίδας και της σωτηρίας. Σε πολλούς ιερούς ναούς και ιερές μονές σε όλη την χώρα, τιμάται με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη, καθώς ο Σταυρός του Κυρίου από όργανο καταδίκης έγινε με το θάνατο του Χριστού, σύμβολο αναστάσεως, δόξας, θριάμβου και τιμής. Αποτελεί την αφορμή για να φανερώσουμε την τιμή και την ευγνωμοσύνη μας προς το πρόσωπο του Κυρίου μας, ενώνοντας τις προσευχές μας με την πλούσια υμνολογία της λατρείας μας.
Η πρόσκληση να προσεγγίσουμε τον Σταυρό του Κυρίου ως μέτρο και της δικής μας αγάπης, θυσίας και υπομονής, τόσο στα σπουδαία και μεγάλα όσο και στα μικρά και ασήμαντα πράγματα, της καθημερινής ζωής, ενισχύει σημασιολογικά τον εορτασμό. Καλώντας τον άνθρωπο να αντλήσει όλα τα απαραίτητα εφόδια ζωής που θα αποτελέσουν πηγή αγάπης και ελπίδα προστασίας, τον κατευθύνει να ζήσει μέσα σε ένα περιβάλλον χαράς και αισιοδοξίας, υπενθυμίζοντας τον την δύναμη της πίστης και της ελπίδας.