… ζούσε σ’ ένα μακρινό χωριό ένα σπίτι μόνο του, πέρα από τ’ άλλα. Είχε μπροστά αυλή μεγάλη και πίσω έναν κήπο με λίγα λαχανικά, ενώ τα λουλούδια χάριζαν την ομορφιά τους στην περιοχή μέσα από κάτασπρους τενεκέδες, βαμμένους με ασβέστη κι αραδιασμένους κατά μήκος του φράκτη, γύρω- γύρω από το σπίτι, που τον έκοβε στα δυο μια πόρτα συρματοξύλινη.
Την έσερνες για ν’ ανοίξει και για να κλείσει. Δίχως μάνταλο. Ποιος να μπει και τι να πάρει; Άλλωστε, σε κείνη την μακρινή εποχή οι άνθρωποι δεν κλέβανε ούτε φοβότανε τους ξένους, τους δικούς, τους διπλανούς, τους άλλους, γενικά.
Κλεφτοκοτάδες και μικροαπατεώνες συναντούσε κανείς μόνο στις εφημερίδες και κείνο, άμα ο γραμματιζούμενος είχε όρεξη, μετά το καφενείο, να το ξεστομίσει στην κουζίνα του. Ύστερα, από νοικοκυρά γυναίκα σε γειτόνισσά που έψηνε καλό καφέ, το αμαρτωλό συμβάν έφτανε σ’ όλα τ’ αυτιά. Ε, και; Η ζωή συνεχιζόντανε στους ίδιους ρυθμούς. Ήσυχα, αλλά κουραστικά. Δύσκολα, αλλά με ομόνοια. Με τα λίγα, αλλά με καλή καρδιά και μπόλικο φιλότιμο. Έδινες κι έπαιρνες. Αγαθά, καλημέρες, χαμόγελα, χειραψίες, αγκαλιές.
Είδα το φως του κόσμου σε κείνο το μέρος, μα κάπως περίεργα, επειδή εγώ είμαι παιδί του δρόμου. Κυριολεκτικά. Η ετοιμόγεννη μάνα μου και η «Διπλωματούχος Μαία», σαν ήρθε η ώρα, φορτώθηκαν στο κάρο και τράβηξαν για την πόλη να προλάβουν τη γέννα πλάι σε γιατρό και σε κρεβάτι. Πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο πρόφτασαν οι πόνοι το φορτίο, δώσανε οι γυναίκες εντολή και σταμάτησε το άλογο. Πνιχτές κραυγές η μάνα ( δυνατή γυναίκα, ψημένη στη δουλειά με ήλιο, με βροχή, με χιόνι), πήρε την κατάσταση η μαμή στα χέρια της. «Σφίξου» της είπε, σφίχτηκε δυνατά εκείνη, δάγκωσε κι ένα πανί, δυο – τρεις σπρωξιές και βγήκα.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.
Οι καιροί άλλαξαν, οι άνθρωποι άλλαξαν, οι δρόμοι, τα χωριά, οι πόλεις, άλλαξαν. Καλύτερα, χειρότερα, ας το πουν οι άλλοι. Εγώ έμαθα απ’ τους παλιούς το λογικότερο τροπάρι: «εδώ ειν’ ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ». Η μάνα- ήρωας έδωσε ζωή, μετά ψυχή και τροφή κι έγνοια και φροντίδα κι έραψε μέσα μου αξίες κι αρετές. Έφυγε, όπως φεύγουν οι ήρωες. Άσπιλη κι αμόλυντη. Σπουδαία γυναίκα. Σαράντα χρόνια χήρα κι ούτε ένα «αχ». Τα κουβαλούσε βαθιά της τα βάσανα, δεν τ’ αράδιαζε ούτε στα παιδιά της ούτε στη γειτονιά. Δημόσια, πάντα μιλούσε ψιθυριστά. «Τα προσωπικά μας δεν ενδιαφέρουν τους άλλους» έλεγε και το τηρούσε με ευλάβεια. Μορφωμένη γυναίκα μ’ απολυτήριο δημοτικού. Σοφία και γνώση σ’ ότι έκανε, σ’ ότι δίδασκε. Έσπερνε λουλούδια, μάζευε αγάπη κι εκτίμηση. Από όλους.
Γρήγορα βαφτίστηκα «βιοπαλαιστής» και πήρα τη στράτα βήμα το βήμα. Συνήθως, ξεκινάμε χωρίς εγχειρίδιο λειτουργίας ή αν τύχει και κάποιος μας δώσει ένα, τότε έχουμε την τάση να κάνουμε το δικό μας. Πώς θα μπορούσε, εξάλλου, να ήταν ενδιαφέρουσα αυτή η ζωή αν δεν ήταν γεμάτη λάθη, πάθη, πόνο, δημιουργία, καταστροφή και ξανά δημιουργία;
Αν κάνεις μια βόλτα στο καρνάγιο θα δεις αραγμένα σαπιοκάραβα. Παρατημένα, ξεθωριασμένα, σκουριασμένα. Όπως το έξω τους είναι και το μέσα τους. Έτσι είναι και η ζωή. Ταγμένη να ταξιδεύει και να αναζητεί νέους προορισμούς, νέους επιβάτες, νέα λιμάνια.
Λύσε κάβους, σουλούπωσε το είναι σου, φρόντισε το σώμα σου και σάλπαρε. Όχι μόνος. Πάρε μαζί σου για πλήρωμα, όσους σου απέδειξαν πως αξίζουν, πάρε και την όρεξη, τη φλόγα της μάθησης.
Πώς περιμένεις να τα καταφέρεις αν δεν γνωρίζεις; Αν δεν ακούσεις τον έμπειρο να συμβουλεύει; Αν δεν ξέρεις πώς να αναζητήσεις την επιστημονική γνώμη;
Πώς περιμένεις να κάνεις στροφή προς την αυτογνωσία, την αυτοεκτίμηση, την αυτοπεποίθηση; Πώς περιμένεις να καλλιεργήσεις την ενσυναίσθηση και την συναισθηματική νοημοσύνη σου;
Πώς περιμένεις να μη γίνεις θύμα επιτήδειων που’ χουν τέχνη την απάτη;
Ξεκίνα να μαθαίνεις ό,τι αγνοείς. Πήγαινε σε διαλέξεις, πήγαινε σε σεμινάρια, Κάθισε σε θρανία κι αναζήτησε τη γνώση και τον τεκμηριωμένο λόγο και μάθε τα του βίου. Κι αν λάβεις κάτι και το παρατήσεις, ξαναμάθε το και κράτα το. Δίχως εφόδια, εύκολα οι άλλοι θα σκοτώνουν τα όνειρά σου.
Κάποια στιγμή, όταν τα χιλιόμετρα που περπάτησες κλείσανε λογαριασμό, φτάνει κείνη η ώρα που είσαι ευάλωτος, κλονισμένος, ηλικιωμένος, άρρωστος και το μυαλό μπορεί να είναι πρόθυμο, αλλά δε βρίσκεται ολόκληρο στη θέση του, πια. Φτάνει, λοιπόν, η μέρα που οι περισσότεροι τριγύρω είναι νεότεροι κι αναζητούν χώρους και σπρώχνουν, ακόμα κι όταν ξορκίζουν την καχυποψία – ως μεσήλικο ένστικτο – κι αφήνονται στην ανεμελιά, όμως τους τρώγει η υποψία ότι το «ποτέ δεν είναι αργά» είναι η μεγαλύτερη απάτη και γρήγορα απορρίπτεσαι από το πεδίο ανέλιξής τους, είσαι ενοχλητικό απομεινάρι μιας παρωχημένης και νωθρής κουλτούρας και σε στέλνουν, απενοχοποιημένα, στο σπίτι σου.
Αρχίζει, λοιπόν, η φθορά κι αντιλαμβάνεσαι ότι το οπτικό σου πεδίο έχει περιοριστεί δραματικά, όμως, το παλεύεις με γιατρικά δεκανίκια κι επανέρχεται στις πραγματικές του διαστάσεις, αλλά χωρίς τους ευρυγώνιους φακούς, τα φίλτρα και τα εφέ της νεότητας. Τα πράγματα είναι όπως είναι , ευτυχώς δηλαδή, γιατί οι ψευδαισθήσεις μπορούν να αποβούν τόσο διαβρωτικές, όσο ο φόβος του τέλους, ας πούμε.