Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι συμβάσεις τους είναι άκυρες, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με κάθε μορφής σύμβαση εργασίας (έργου, ορισμένου χρόνου, stage, κ.λπ.) δικαιούνται πλήρως τα δεδουλευμένα τους.
Αυτό αποφάσισε η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου βάζοντας τέλος στη σύγχυση που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω των αντιθέτων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί από δικαστήρια της χώρας αλλά και από τα δύο Εργατικά Τμήματα του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Με την εν λόγω απόφαση αναμένεται να ανοίξει ένας νέος κύκλος αγωγών εργαζομένων προς διεκδίκηση των αποδοχών που δεν τους καταβλήθηκαν.
Απλήρωτοι αν και παρείχαν εργασία
Τα τελευταία χρόνια , δικαστήρια της χώρας, δέχθηκαν, σε αντίθεση με τη μακρά μέχρι τότε αρεοπαγιτική νομολογία, ότι εργαζόμενοι με άκυρη σύμβαση εργασίας δεν δικαιούνται καθόλου μισθό, ούτε καν τον κατώτατο, για την εργασία που παρείχαν.
Κι αυτό γιατί λόγω της ακυρότητας της σύμβασής τους, εφαρμοστέες ήταν οι διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 και επόμενα του Αστικού Κώδικα). Προϋπόθεση όμως για να υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός του Δημοσίου και των λοιπών φορέων του δημοσίου τομέα είναι να έχουν εξοικονομήσει δαπάνες. Στην προκειμένη όμως περίπτωση το Δημόσιο δεν μπορούσε να προβεί στις δαπάνες αυτές επειδή η πρόσληψη δεν ήταν νόμιμη. Έτσι, δεν μπορούσε να υπάρξει πλουτισμός του – σύμφωνα με την εν λόγω άποψη – από την παρασχεθείσα εργασία ώστε να αποδοθεί στους εργαζομένους εν είδει μισθού.
Συνέπεια αυτού ήταν ο εργαζόμενος, όχι μόνο να χάνει τη δουλειά του αφού η πρόσληψή του δεν ήταν νόμιμη, αλλά επιπλέον δεν δικαιούνταν καν τα δεδουλευμένα του παρόλο που το Δημόσιο ή οι λοιποί φορείς του δημοσίου τομέα αποδέχονταν κανονικά την εργασία του.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 4/2021 απόφασή της, έκρινε ότι κατά την ορθή έννοια του νόμου, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, αλλά και γενικότερα σύμβασης παροχής υπηρεσιών (συμβάσεις έργου, ορισμένου χρόνου, stage, κ.λπ.), ο πλουτισμός του εργοδότη συνίσταται σε αυτήν καθ’ εαυτήν την εργασία που έλαβε και η οποία ενσωματώθηκε στην υπάρχουσα περιουσία του, από την οποία και δεν μπορεί πλέον να αποχωρισθεί.
Και ο πλουτισμός αυτός υπάρχει, σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες, ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση είναι έγκυρη ή άκυρη. Δηλαδή, εφόσον η σύμβαση είναι έγκυρη, ο εργαζόμενος θα λάβει ό,τι προβλέπει η σύμβασή του, αρκεί ο μισθός του να μην υπολείπεται του νομίμου. Αν όμως η σύμβαση είναι άκυρη, αυτό δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης επιτρέπεται να πλουτίσει αδικαιολόγητα σε βάρος του εργαζομένου. Ο εργαζόμενος στην περίπτωση αυτή θα λάβει την αμοιβή την οποία θα κατέβαλλε αναγκαστικά ο εργοδότης για την ίδια εργασία σε άλλο πρόσωπο με τις ίδιες ικανότητες και τα ίδια προσόντα του απασχοληθέντος, με έγκυρη σύμβαση εργασίας.
Η αμοιβή δε αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις ή, αν δεν υπάρχουν τέτοιες, η αμοιβή που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται από ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλον εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας.
Κατά την Ολομέλεια, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις που προβλέπει το Σύνταγμα και ο νόμος για τις προσλήψεις στο Δημόσιο, δεν αποκλείουν το γεγονός ότι ο εργοδότης ωφελήθηκε από την εργασία, αλλά ούτε αποτελούν δικαιολογία για να διατηρήσει το Δημόσιο την ωφέλεια που απέκτησε από την παρασχεθείσα εργασία του εργαζομένου. Αντίθετα, το γεγονός ότι η πρόσληψη δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις των επίμαχων αυτών νομοθετικών διατάξεων αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των κανόνων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.