Η μνήμη της Γενοκτονίας

Κυριακίδης Γενοκτονίας Ποντίων Γενοκτονία Ποντίων

του Θεοδόση Κυριακίδη

διδάκτορα Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Παρήλθαν πλέον των εκατό ετών από την τέλεση του εγκλήματος της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, με τους επιζώντες αυτού του εγκλήματος να καταφθάνουν στην Ελλάδα με τη συνθήκη της Ανταλλαγής των Πληθυσμών που υπογράφτηκε το 1923. Βέβαια, η πλειοψηφία είχε φθάσει πριν την υπογραφή της Συνθήκης, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει τις σφαγές.

Έτσι, λοιπόν με την Ανταλλαγή έφτασαν λιγότεροι από 200.000 Mικρασιάτες και Πόντιοι, σε σύνολο περίπου 1.200.000 προσφύγων. Από τότε μέχρι σήμερα που οι απόγονοι των προσφύγων διεκδικούν δυναμικά την αναγνώριση της Γενοκτονίας, υπήρξαν μεγάλοι και μικροί σταθμοί σε αυτήν την προσπάθεια, μια προσπάθεια που ξεκίνησε ουσιαστικά στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Η συλλογική μνήμη του τραυματικού γεγονότος της Γενοκτονίας του Ελληνισμού του Πόντου επισφραγίστηκε θεσμικά με την καθιέρωση, τον Φεβρουάριο του 1994, μιας συμβολικής ημέρας μνήμης από την ελληνική πολιτεία, της 19ης Μαΐου.

Μετά την προσφυγιά που επακολούθησε της Γενοκτονίας οι εκπρόσωποι του ποντιακού ελληνισμού προσπάθησαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να ανασυνθέσουν την ταυτότητα τους, η οποία έχανε ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της, εκείνο της γεωγραφικής της διάστασης. Ο Έλληνας του Πόντου, αυτό που επικράτησε στην Ελλάδα να ονομάζεται Πόντιος, δεν οριζόταν πια ως τον άνθρωπο που κατοικούσε μέσα στα γεωγραφικά όρια του ιστορικού Πόντου, αλλά ο πρόσφυγας της περιοχής εκείνης.

Η απώλεια της πατρίδας του, ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι τραυματικές εμπειρίες των σφαγών, των βιασμών και των κακουχιών των διωγμών, θα αρκούσε για να αποτυπωθεί μέσα του βαθειά το ψυχικό τραύμα. Αυτή η βίαιη αποκοπή από τον τόπο του, το παρελθόν του, τα πολιτιστικά του μνημεία, τους τάφους των προγόνων του, προκάλεσε ριζική αλλαγή και αποδιοργάνωση στην ψυχοσύνθεση του. Προκάλεσε αυτό που με άλλα λόγια η Λιμπύ Τατά Αρσέλ, (Με το διωγμό στην ψυχή. Το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής σε τρεις γενιές, Αθήνα 2014) ονόμασε το Πολιτισμικό Τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής από την γνωστή έννοια του Πολιτισμικού Τραύματος που καθιέρωσε ο Jeffrey Alexander.

Συνεπώς οι κοινωνικοί δεσμοί, ο κοινωνικός του βίος και ο πολιτισμός του που αποκόπηκε από τον φυσικό γεωγραφικό του χώρο έπρεπε να αναδιαταχθεί και να ανανοηματοδοτηθεί στη νέα πατρίδα. Αυτό πραγματοποιήθηκε μέσα από την ίδια αντίληψη που είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και τον πολιτισμό τους, αλλά και όπως επηρεάστηκε η εικόνα για τον εαυτό τους από την κοινωνική πραγματικότητα και αλληλεπίδραση με τους άλλους πληθυσμούς μέσα στις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί. Πολύ σύντομα δημιουργήθηκαν προσφυγικά και ποντιακά σωματεία τα οποία προσπάθησαν να διαφυλάξουν την ταυτότητα που είχε πια ξεριζωθεί.

Ιδιαίτερα μετά και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου άρχισε να κυριαρχεί η ανάδυση της μνήμης ως δημόσια κουλτούρα και μάλιστα η ανάδυση και εξάπλωση της τραυματικής μνήμης. Το τέλος της αποικιοκρατίας, η ναζιστική φρίκη, η ίδια η φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τα εγκλήματα των διαφόρων δικτατοριών ανά τον κόσμο δημιουργούν τις κατάλληλες εκείνες συνθήκες για την «ανθρωπολογική στροφή» στην ιστοριογραφία, την επιθυμία να γραφτεί η ιστορία των μικρών, των αδύναμων, των διαφορετικών, πέρα από τις μεγάλες κεντρικές αφηγήσεις.

Η «ιστορία από τα κάτω» απαλλαγμένη από τις ιδεολογικές και πολιτικές προκαταλήψεις του παρελθόντος. Οι Έλληνες του Πόντου λοιπόν αισθάνονται ότι αυτό το χρέος, της ανάδειξης δηλαδή της δικής τους τραυματικής μνήμης της Γενοκτονίας δεν το έχουν εκπληρώσει.

Η εξιστόρηση των τραγικών στιγμών της Γενοκτονίας ξεκίνησε μέσα από αυτοβιογραφικά κείμενα, μαρτυρίες, διηγήματα, μικρές τοπικές ιστορίες και έχει φτάσει πια να πραγματοποιείται μια διεθνής συζήτηση για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου ή συνολικά των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σημαντικότερο σταθμό την αναγνώριση των εγκλημάτων αυτών και τoν χαρακτηρισμό τους ως Γενοκτονίας από τη Διεθνή Ένωση των Ακαδημαϊκών για τις Γενοκτονίες (International Association of Genocide Scholars, IAGS) το 2007.

Πέρα, όμως, από τα ιστοριογραφικά ερωτήματα, στο πεδίο της δημόσιας σφαίρας η ερώτηση που παραμένει είναι πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα μετατραυματικό μέλλον; Υπάρχει δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης χωρίς την αναγνώριση του συγκεκριμένου εγκλήματος; Μια αναγνώριση της Γενοκτονίας πώς θα μπορούσε να αναδιατάξει τις διμερείς σχέσεις και ποιες θα ήταν οι νομικές συνέπειες μιας τέτοιας αναγνώρισης; Στην ουσία το ερώτημα είναι τι επιλέγουμε, μίσος και έχθρα για τον «Άλλο» ή κριτική προσέγγιση και προσπάθεια συμφιλίωσης.

Σε παρόμοιες περιπτώσεις, για να μπορέσουν οι κοινωνίες να προχωρήσουν μαζί στο μέλλον εκείνο που πρυτανεύει είναι να συγχωρούμε αλλά να μην ξεχνάμε: “forgiving but not forgetting”. Οι συμβολικές επανορθώσεις φαίνεται να είναι το κλειδί για την διευθέτηση του ζητήματος. Αυτό προϋποθέτει όμως την αποδοχή της ευθύνης από τον θύτη, γεγονός σχεδόν αδύνατο να πράξει η σημερινή Τουρκία.

Αυτός, όμως, είναι ο μόνος τρόπος για να επέλθει συμφιλίωση, η αλήθεια και η αναγνώριση. Μέχρι να συμβεί αυτό, οι επόμενες γενιές των θυμάτων θα οργανώνουν εκδηλώσεις, θα δημιουργούν τοπόσημα μνήμης για να θυμούνται και να τιμούν τη μνήμη των νεκρών και θα αγωνίζονται για την αναγνώριση της Γενοκτονίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *