Πλέον, υπάρχουν πάρα πολλές έρευνες που καταδεικνύουν πόσο σημαντική – καλύτερα ευεργετική – είναι η ανάγνωση βιβλίων στην όποια ηλικία. Σ’ έναν μονοδιάστατο κόσμο υπερτεχνολογίας, όπου οι τρόποι που εργάζονται τα είδη νοημοσύνης μοιάζουν πανομοιότυποι, το βιβλίο, με τις αμέτρητες προεκτάσεις και αλληλεπιδράσεις του, έρχεται να σηκώσει ψηλά τη σημαία της διαφορετικότητας, της καλλιέργειας, της ενσυναίσθησης, των αξιών, της διάδρασης, της αγωγής της ψυχής και τού μαζί.
Κριτική: Παύλος Λεμοντζής
Η συστηματική επαφή με το βιβλίο φτιάχνει ανθρώπους με οξύνοια, με ποικιλία σκέψης και δράσης, ανθρώπους που θα κυοφορήσουν σπουδαίες ιδέες και θα διεκδικήσουν τα κομμάτια ευτυχίας που θέλουν.
Πιθανώς, να ακούγονται υπερβολικά αυτά αλλά είναι μια πραγματικότητα που την αντιλαμβανόμαστε, όταν ένα βιβλίο μπορεί να μας ταξιδέψει σε ιστορικές διαδρομές, σε γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, που γνωρίζαμε ως ονόματα ή αγνοούσαμε παντελώς, να διευρύνει τους πνευματικούς μας ορίζοντες, να μας μάθει καινούργιους δρόμους ζωής, ακόμα και μέσα από πρωτόγνωρες λέξεις, αυτές που το μυαλό του συγγραφέα γέννησε και τις μπόλιασε με τις άλλες, τις γνωστές, του λεξιλογίου της καθημερινότητάς μας. Ένα τέτοιο ανάγνωσμα – μάθημα είναι «Το ποτάμι που επέστρεφε».
Όταν κατέρρευσε το γεφύρι της Πλάκας (Άραχθος, Ήπειρος), το 2015, βγήκαν στο φως πρόσωπα και γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των πρώτων του 20ου και ξαναζωντάνεψε η «συνομιλία» –διαποτισμένη με το μυστήριο μιας κηδείας που έγινε με καθυστέρηση 149 χρόνων– μεταξύ εκείνου του κλειστού τόπου (των Τζουμέρκων) και της υπόλοιπης Ελλάδας, ελεύθερης και κατακτημένης.
Σε αυτόν τον κλειστό τόπο μας ταξιδεύει στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. το νέο βιβλίο του Μάνθου Σκαργιώτη «Το ποτάμι που επέστρεφε» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ. Η φύση της Ηπείρου σε όλο της το μεγαλείο καθώς οι ήρωές του κινούνται στην κόψη του ξυραφιού σε ταραγμένους καιρούς, με μοναδικό στόχο την επιβίωσή τους. Η δράση τους συνοδοιπορεί με μία σειρά από γεγονότα. Πρόσωπα πραγματικά και φανταστικά συνθέτουν την πλοκή της ιστορίας, που διαβάζεται λαίμαργα.
Το «κάρφωμα» της σκιάς ενός αγαθού γιδοβοσκού (αντί πραγματικής ανθρωποθυσίας) στα θεμέλια του γεφυριού το 1866, η χάραξη των συνόρων Ελλάδας-Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Άραχθο (1881), ένα φονικό στο ποτάμι, η επίσκεψη του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στα απελευθερωμένα Τζουμερκοχώρια και η όμορφη Βγέρω, το λαγκάδι των «καταραμένων» παιδιών, το πετροβόλημα του Αλλάχ, ο λήσταρχος Θυμιογάκης και η απαγωγή της Δούκως Αβέρωφ (Βασιλαρχόντισσας), οι Βλάχοι της Πίνδου και η ρουμανική προπαγάνδα, ο περιβόητος αρχηγός της ίδιας προπαγάνδας Απόστολος Μαργαρίτης και η φυγάδευση του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη από τα τουρκοκρατούμενα Γιάννινα, η διαπόμπευση των Θεσσαλών αιχμαλώτων στην Ελασσόνα το 1886, ένας ιδιότυπος γάμος στη γραμμή των δυτικών ελληνοτουρκικών συνόρων, φρικιαστικές εκτελέσεις, το «ίσκιωμα» της Φεγγαρούσας και οι περίεργες εμφανίσεις της, μια οχιά μέσα στην κοιλιά ενός νομάδα, η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, η Αθήνα της εποχής –με τα καφέ αμάν, τις μεγάλες διαδηλώσεις, τις πόρνες, τους πετροπόλεμους, τα αιγοπρόβατα στους δρόμους της, τους «ζητωπόλεμους», τον γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου, τους κουτσαβάκηδες, τους ληστές, τις Ιταλίδες σαντέζες, τους ολυμπιακούς αγώνες, τους μοσχόμαγκες– ο πόλεμος του 1897, η διαθήκη του γεροΚολασμένου των Τουρκοβουνίων, η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι νυχτερινές επιστροφές του Αράχθου στα βουνά, η εκστρατεία στην Ουκρανία και το χρυσόμαλλο δέρας (1919), ο μικρασιατικός πόλεμος, η παραφροσύνη του πρόσφυγα, οι μακρόσυρτοι ήχοι από το κλαρίνο του Χαρισιάδη…
Πρωταγωνιστής της ιστορίας ένα νεογέννητο που θα βρεθεί παρατημένο στην πόρτα του παπά (εξού και το παρανόμι του: Πόρτουλας), σε παραποτάμιο χωριό, πλαϊνό στο γεφύρι της Πλάκας. Ο Πόρτουλας μεγαλώνει μέσα στη χλεύη («το μπαστί της Βαγγελής»). Η στάση των συγχωριανών του απέναντί του και η ενοχοποίησή του στα 15 χρόνια του για τη δολοφονία ενός συνομηλίκου του, τον οδηγούν σε μία περιπετειώδη περιπλάνηση: Τζουμέρκα – Θεσσαλία – Μέτσοβο – Μακεδονία – Αθήνα – κοιλάδα του Αράχθου και (μέσα από «άλλο σώμα») Ουκρανία – Μ. Ασία. Πορεύεται πότε στο περιθώριο, πότε στις παρυφές των εθνικών και κοινωνικών εξελίξεων της εποχής του με βαθιά την επιθυμία του να εκδικηθεί τους συντοπίτες του αλλά και να ανακαλύψει την ταυτότητά του.
Θα αποδειχθεί ότι η μοίρα του Πόρτουλα ήταν με βάρβαρο τρόπο δεμένη με το γκρεμισμένο γεφύρι.
Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί το πορτρέτο του ήρωά του χωρίς να στέκεται κριτικά απέναντί του. Έχει φωτεινές και σκοτεινές στιγμές, όπως όλοι οι άνθρωποι. Οι καιροί είναι πιο σκοτεινοί από την ψυχή του και το άδικο μοιάζει να είναι η μοναδική ανταμοιβή σε κάθε καλή πρόθεση.
Το πρώτο γεφύρι της Πλάκας, γκρεμίστηκε από πλημμύρες και ξαναχτίστηκε πολλές φορές μέχρι τη νεότερη αναστήλωσή του το 2019. Η ιστορία του λειτουργεί συμβολικά: σηματοδοτεί την αιώνια πάλη ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Αυτήν την πάλη αντικατοπτρίζουν και οι «εχθρικές» σχέσεις του πρωταγωνιστή με τον κοινωνικό του περίγυρο αλλά και η πορεία του Έλληνα της ίδιας εποχής (1881-1922), ο οποίος αγωνίζεται – τη μια χτίζοντας, την άλλη γκρεμίζοντας– να ολοκληρώσει την εθνική ανεξαρτησία και, συγχρόνως, να βρει την ταυτότητά του και να ορθοποδήσει μέσα στα όρια μιας προβληματικής ελευθερίας. Το γεφύρι της Πλάκας και ο ήρωας του Μάνθου Σκαργιώτη, μιλούν για το χρέος του ανθρώπου να παραμένει πάντα όρθιος.
«Το ποτάμι που επέστρεφε» του Μάνθου Σκαργιώτη είναι ένα μυθιστόρημα βαθιά ποιητικό και υπαρξιακό, που διασχίζει τον χρόνο, τη μνήμη και την ταυτότητα. Ένα παιδί, ένας τόπος, μια ροή ζωής που χάνεται και επιστρέφει — όπως το ίδιο το ποτάμι.
Μια ιστορία που κυλά σαν νερό, αλλά μένει σαν πέτρα.
Ο συγγραφέας πλέκει έναν αφηγηματικό ιστό γεμάτο εικόνες, σιωπές και συναισθήματα. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τις πορείες των ανθρώπων που αποκόπτονται από τον τόπο τους και επιστρέφουν για να τον ξαναβρούν, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά. Το ποτάμι λειτουργεί ως σύμβολο της ζωής, της συνέχειας και της ανάγκης να ξαναβρούμε ό,τι νομίσαμε πως χάθηκε για πάντα.
Παράλληλα, πραγματεύεται : την έννοια της πατρίδας και της επιστροφής, την αναμέτρηση με το παρελθόν. Τη μνήμη ως καταφυγή και παγίδα, τη διαφοροποίηση των οικογενειακών δεσμών στο πέρασμα των χρόνων, οικογενειακοί και το φυσικό τοπίο, ως καθρέφτης της ψυχής.
Πρόκειται για βαθιά λυρική και ανθρώπινη γραφή από τον σπουδαίο λεξοπλάστη συγγραφέα, για έναν θησαυρό από λέξεις που δε θα συναντήσεις στην καθημερινότητα σου ούτε σε λόγια κείμενα. Σύνθετες λέξεις με στοιχεία ντοπιολαλιάς της Ηπείρου αλλά ποίησης που ο αναγνώστης τις οπτικοποιεί αυτόματα και ταξιδεύει μαζί με τους ήρωες.
Το «Ποτάμι που επέστρεφε» είναι ένα λογοτεχνικό έργο που μιλά σιγά αλλά ηχεί δυνατά. Ο πολυγραφότατος Μάνθος Σκαργιώτης μάς καλεί να ακολουθήσουμε τη «ροή του ποταμιού», να θυμηθούμε, να συμφιλιωθούμε και, τελικά, να «επιστρέψουμε». Ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται απλώς, αλλά βιώνεται.