Θα λέγαμε ότι η έφεση του ανθρώπου να πιστεύει σε ανώτερες δυνάμεις, άρα και στον θεό, είναι μια εγγενής τάση που οφείλεται μάλλον στην ιδιότητα του εγκεφάλου να προσπαθεί διαρκώς – και προς χάριν της επιβίωσης- να ερμηνεύει τον κόσμο.
Κριτική: Παύλος Λεμοντζής
Η ύπαρξη αυτών των πεποιθήσεων, έχει οδηγήσει φιλοσόφους και στοχαστές να κατασκευάσουν αποδεικτικά μοντέλα, προσφέροντας πλείστα όσα επιχειρήματα που, σταδιακά, θα μετατρέψουν αυτά τα «πιστεύω» σε βεβαιότητες.
Στον αντίποδα αυτού, λειτουργεί μια αντίδραση – ανθρώπινο ιδίωμα – που ορθώνει ανάστημα στο κατασκευασμένο. Κάπως έτσι πορευόμαστε με δίπολα στη ζωή, όπως οι έννοιες «Ευτυχία- Δυστυχία» και, γιατί όχι, «Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός»!
Έχω την εντύπωση ότι απασχόλησε τον συγγραφέα του πρωτοτύπου και τους συγγραφείς του νέου έργου το ζήτημα του επέκεινα, με την έννοια της προσωπικής τοποθέτησης εκεί που γαληνεύει η ψυχή.
Κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα.
Πριγκιπάτο του Βάσκελχαμ που, υποθέτω, είναι ένα φανταστικό γεωγραφικό κομμάτι της Ευρώπης, ας πούμε στη Γαλλική Χώρα των Βάσκων, όπου ο μύθος εστιάζει σε μια εμβληματική εστία, λαϊκή ταβέρνα, φέρουσα το όνομα «Ρόζα». Η συνθήκη, όπου και η δράση, είναι της γιορτής των Χριστουγέννων.
Ένας δεκαετής πόλεμος έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του σ’ αυτή τη μικρή πόλη της Βόρειας Γαλλίας.
Οι απλοί πολίτες έχουν εκλείψει, τα μαγαζιά έχουν κλείσει. Πλειοψηφία των κατοίκων; Ο στρατός του Βάσκελχαμ.
Ένα παράξενο φαινόμενο έχει αρχίσει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στις τάξεις του στρατοπέδου: απλοί στρατιώτες αλλά και βαθμοφόροι εξαφανίζονται μυστηριωδώς.
Ο επιτελάρχης, συνταγματάρχης-κόμης ντε Γέλντσπαθ, δεν ξέρει τι να υποθέσει. Οι πρώτες του σκέψεις κατευθύνονται προς τις ανατρεπτικές υπηρεσίες του εχθρού.
Λιποταξία ή συντεταγμένη επιχείρηση του εχθρού; Μια πληροφορία έρχεται εξ ουρανού: όλοι οι «λιποτάκτες» εθεάθησαν τη νύχτα της εξαφάνισής τους στην ταβέρνα της «Ρόζας» και, πιο συγκεκριμένα, κοιμήθηκαν με την θελκτική ταβερνιάρισσα.
Από εκεί και πέρα, ξεκινά ένας κύκλος μυστικών αποστολών, παρακολουθήσεων της ταβέρνας και ανακρίσεων της ίδιας της Ρόζας από τον Συνταγματάρχη και τον Ταγματάρχη.
Ο κλοιός στενεύει, η παρακολούθηση της ταβέρνας γίνεται εντατική, πειραματόζωα-στρατιώτες αποστέλλονται μέσα, μήπως και καταφέρουν να αποσπάσουν κάποια πληροφορία. Μα, τίποτα. «Μια κοινή ταβέρνα, όπως όλες οι άλλες» αναφέρει ένας αξιωματικός .
Τι συμβαίνει τελικά μέσα σε αυτήν την περίεργη ταβέρνα; Η Ρόζα τους φυγαδεύει ή μήπως τους εξαφανίζει μυστηριωδώς;
Η παράσταση είναι ένα πιστό χρονικό των γεγονότων που έλαβαν χώρα κάποια Χριστούγεννα στο Βάσκελχαμ, συμπεριλαμβανομένων και των αποκαλύψεων αναφορικά με την παράξενη δύναμη κάποιας γυναίκας με το όνομα Ρόζα, η οποία άθελά της ευεργετούσε τους δυστυχέστερους των ανθρώπων.
Μέσα από την ιστορία της μυστηριώδους ταβερνιάρισσας, η παράσταση επιδιώκει να θίξει επί σκηνής ένα κρίσιμο ζήτημα: «ευτυχία και δυστυχία» ή «ύπαρξη και ανυπαρξία» ή «Eros και Thanatos».
Η κάμαρά της δέχεται το ξελιγωμένο μιλιταριστικό σμάρι, ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ, αλλά επιστρέφουν μόνο οι εξαγνισμένοι, ως ευτυχισμένοι.
Οι δυστυχισμένοι χάνονται για πάντα, εκτός από έναν: τον τελευταίο εθελοντή, τον οποίον οι στρατιωτικές αρχές «επιστρέφουν» με τη βία.
Αυτός ομολογεί πως βρέθηκε σε έναν κόσμο πέραν κάθε φαντασίας, έναν κόσμο που ξεπερνάει τα φυσικά όρια του δικού μας, έναν κόσμο που λογίζεται πολύ ανώτερος από αυτόν που ζούμε.
Στην ευρηματική, ευφάνταστη, έμπλεη απολαυστικών γκαγκς παράσταση, ένα απλωμένο σ΄ ολόκληρη την αίθουσα σπαρταριστό δάνειο από τη «Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη ή από το «Καλημέρα Βιετνάμ» του Μπάρι Λέβινσον, χαρίζει δυσεύρετη ευφορία στο κοινό.
Η αξιόλογη ομάδα μετατρέπει αυτή την ιδιαίτερη, διπολική συνθήκη: Ευτυχία- Δυστυχία, σε μία υπαρξιακή, γοητευτική κωμωδία, που καταφέρνει να μεγεθύνει το απόθεμα της ζωής, ώστε οι δυστυχισμένες ώρες να μην είναι βουβές αλλά να αποτελούν μια κατάφαση στη ζωή, ο αποχαιρετισμός- απολογισμός να αφήνει πίσω τις πληγές του πολέμου και αυτό το παιχνίδι με τον «τελευταίο εθελοντή», να οδηγεί και στη χαρά της εκπλήρωσης, πριν το αναπόφευκτο.
Το κείμενο των Ιωάννη Καμπούρη, Ανδρομάχης Μπάρδη, διεισδύει στα μύχια της ψυχής, την ξεγυμνώνει υπό την επίφαση του καθήκοντος στην πατρίδα, αλλά ξαπλώνει και χάνεται στην αγκαλιά της απλής, κοινής γυναικείας ύπαρξης – με το όνομα Ρόζα – με τρυφερότητα και μπόλικο χιούμορ, προσδίδοντας δύναμη σε αυτό το ιαματικό, γυμνό της κορμί και στο σαγηνευτικό της βλέμμα, το βλέμμα που είδε ανάσκελα τη ζωή της να κυλά, αλλά εντελώς αναπάντεχα βλέπει και στρατιώτες με τις αδυναμίες τους, ενώ , ως συνέπεια, αντικρίζει τον φθίνοντα εαυτό, για να τον ανακαλύψει και να τον ελευθερώσει, σαρκάζοντας τον Χρόνο και το φθαρτό της ύλης μ΄ ένα ρολόι- κειμήλιο.
Παράλληλα, το κείμενο εμπεριέχει προβληματισμούς, ας πούμε σαν «Το σύνδρομο της Στοκχόλμης», που είναι μια ψυχολογική αντίδραση στην «αιχμαλωσία». Γίνεται λόγος, επίσης, για τη βία που θεωρούμε κανονικότητα. Κυρίως, όμως, ασχολείται με ένα μικρό παράθυρο φωτός, που πάντα υπάρχει μια χαραμάδα ευτυχίας, ίσως είναι ολοφάνερο το φέγγος της, αλλά εμείς εθελοτυφλούμε. Άρα, επίκαιρο το θέμα της δυσκολίας του ανθρώπου να δει την ομορφιά, μέσα στη σήψη μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε παρακμή.
Τα άτομα, εν προκειμένω οι στρατιώτες, αναπτύσσουν ψυχολογική σύνδεση με τους «απαγωγείς» τους – εδώ η Ρόζα – και αρχίζουν να τους συμπαθούν.
Το τοποθετώ έτσι, ως συμπέρασμα συλλογισμού, εφόσον βλέπω τον μιλιταρισμό σαν ένα φαινόμενο βαθιά ριζωμένο στη δομή των ταξικά διαιρεμένων κοινωνιών, το οποίο εμφανίζεται ανάλογα με τις φυσικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές περιστάσεις σε κάθε κράτος και επικράτεια σε μια τεράστια ποικιλία μορφών.
Ο μιλιταρισμός, άλλωστε, είναι ένα από τα πιο σημαντικά δείγματα της ζωής των περισσότερων κοινωνιών, γιατί είναι η πιο ισχυρή, πιο συγκεντρωτική και πιο αποκλειστική έκφραση του εθνικού, πολιτιστικού και ταξικού ενστίκτου αυτοσυντήρησης, του πιο στοιχειώδους από όλα τα ένστικτα.
Επομένως, οι τέσσερις ήρωες συγκροτούν ένα χορικό ανθρώπων που συζητά, διαφωνεί, θυμάται, χορεύει, διασκεδάζει, ονειρεύεται, μέσα στην κατάσταση σαρκικής θαλπωρής και ακινητοποίησης στην ταβέρνα της Ρόζας που, όταν βρίσκονται, χάνουν κάθε δυνατότητα ελέγχου πάνω στον χρόνο, καθώς ο χρόνος δεν «περνά», αλλά πάλλεται σαν «χρόνος μηδέν», σαν «μεσοδιάστημα», όπου κάτι έχει ολοκληρωθεί και το καινούργιο δεν έχει ξεκινήσει.
Οι ήρωες ζουν μέσα σ’ αυτή την αναμονή, έναν στρατιωτικό χώρο άκαρπων σκέψεων, μάταιων συγκρούσεων, αλλά και βραδύτητας και αβεβαιότητας για το παρόν, καθώς βιώνουν μια συλλογική και υπαρξιακή κατάσταση που μοιάζει με σουρεαλιστικό, γκροτέσκο παραμύθι.
Πρόκειται για μια κωμωδία αλληγορίας, βαθιά υπαρξιακή, που μέσα από τις γλαφυρές καταστάσεις, αναζητά απαντήσεις για το μεγαλύτερο βάσανο του ανθρώπου σε τούτο τον κόσμο. Είναι ή όχι, σοφή η ρήση του Σολομώντα: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»;
Η παράσταση της νεοσύστατης αλλά εξαιρετικής ομάδας « δίpus άpterus» , με έναν φαινομενικά ανάλαφρο τρόπο, αποπειράται να συζητήσει τη ματαιότητα – ή μη – της ύπαρξης, μέσα από την ιστορία ενός ολόκληρου στρατού που ήρθε αντιμέτωπος με μια αινιγματική ταβερνιάρισσα, στην οποία αξίζει η προσοχή, επειδή τη διάλεξε ο Γάλλος συγγραφέας για κεντρικό άξονα στον μύθο του. Ουσιαστικά, το έργο μάς «φωνάζει» πως κανένας άνθρωπος δεν έχει το πλεονέκτημα να επαίρεται για την ηθική του, για την καθαρότητα των λογισμών του, του σώματος, της ψυχής, της προαίρεσης και της θέλησής του.
Οι ερμηνείες των : Ιωάννη Καμπούρη, Γιώργου Κωνσταντίνου, Ανδρομάχης Μπάρδη και Σωτήρη Ρουμελιώτη, ισάξιες, καθηλωτικές, απολαυστικότατες, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Νίκης Αγγελίδου, εύστοχος συμβολισμός του δίδυμου Κόλαση –Παράδεισος, τυλιγμένα στο κόκκινο χρώμα, επειδή για τους περισσότερους από μας το κόκκινο είναι το χρώμα του πάθους και της αμαρτίας, είναι όμως και το χρώμα της κόλασης.
Για όσους θέλουν να βλέπουν τα πράγματα σε μια δεύτερη ανάγνωση ( όπως εγώ) στο κόκκινο των κοστουμιών, αντιλαμβάνονται το χρώμα της θυσίας και του πόνου, αναγνωρίζουν και το χρώμα της επανάστασης και του κινδύνου.
Ακόμη, είναι το χρώμα που δεν βλέπουν οι ταύροι στην αρένα του θανάτου και θυσιάζονται κυνηγώντας μια κόκκινη κάπα!
Ο Σωτήρης Ρουμελιώτης φρόντισε να φωτίζονται όλα και όλοι στη σκηνή μαγικά και μέσα στο πλαίσιο της σκηνοθετικής άποψης.
Πρόκειται για μια παράσταση – εκτόνωση, έστω κι αν η αγοραία γλώσσα της θυμίζει στρατόπεδο περασμένων δεκαετιών. Μην τη χάσετε.
Σημαντική σημείωση
Κατάλληλη για άνω των 16 ετών.
Η νεοσύστατη ομάδα «δίpus άpterus» δημιουργήθηκε το 2025 από τους ηθοποιούς Ιωάννη Καμπούρη και Ανδρομάχη Μπάρδη και έχει βάση τη Θεσσαλονίκη. Η Ρόζα είναι η πρώτη θεατρική παραγωγή της ομάδας.
Συντελεστές:
Κείμενο παράστασης: Ιωάννης Καμπούρης, Ανδρομάχη Μπάρδη
Σκηνοθεσία: η ομάδα
Σκηνογραφία / Ενδυματολογία: Νίκη Αγγελίδου
Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Επί σκηνής:
Ιωάννης Καμπούρης
Γιώργος Κωνσταντίνου
Ανδρομάχη Μπάρδη
Σωτήρης Ρουμελιώτης
Παραγωγή: δίpus άpterus Α.Μ.Κ.Ε