Πρόκειται για το πρώτο ελληνικό διήγημα με ψυχογραφικό χαρακτήρα, που καταφέρνει να ξεπεράσει τα στενά όρια της ηθογραφίας, εισδύοντας στα ψυχικά κίνητρα των πρωταγωνιστών. Ο Βιζυηνός πρωτοπορεί, καθώς είναι η πρώτη φορά στην ελληνική διηγηματογραφία που ερευνάται ο κόσμος της ψυχής. Ο κόσμος της συνείδησης και του εσωτερικού προβληματισμού.
Κριτική: Παύλος Λεμοντζής
Το μικρό αυτό αριστούργημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία πρωτοδημοσιεύτηκε το 1883, μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue (Νέα Επιθεώρηση), συνδυάζει τη ρέουσα και συναρπαστική αφήγηση με τους ζωντανούς διαλόγους, το μυστήριο με την αγωνία, αλλά και το αίνιγμα που πλανάται ήδη από το άκουσμα και μόνο του τίτλου του έργου.
Το έργο ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του αφηγητή – Γιωργή, που σημαδεύονται από την αρρώστια της αδελφής του Αννιώς και τον απελπισμένο αλλά μάταιο αγώνα της μητέρας του, να σώσει από τον θάνατο το ασθενικό της κορίτσι. Οι ενοχές της απώλειας την ωθούν σε δύο αλλεπάλληλες υιοθεσίες νέων κοριτσιών, που, όμως, γίνονται αιτία να παραμεληθούν τα άλλα τρία ορφανά – χωρίς πατέρα – αγόρια της και να στερηθούν τη μητρική φροντίδα.
Όταν μεγαλώνουν και γίνονται πλέον άνδρες, εξακολουθούν να μην μπορούν να κατανοήσουν αυτή την άστοχη εμμονή της μητέρας τους. Όταν, μετά από χρόνια, επιστρέφει από τις σπουδές του στη Γερμανία ο Γιωργής, έρχεται σε αντίθεση με την μητέρα του, ως προς τη διατήρηση της δεύτερης ψυχοκόρης της, γεγονός που την οδηγεί στην απόφαση να του αποκαλύψει το τραγικό μυστικό της.
Ο ερμηνευτής και σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, μας προσφέρει απλόχερα όλον τον πλούτο του κειμένου, που είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα. Με προσωπείο τραγικό, σε ένα σκοτεινό, μυστηριακό και υποβλητικά απλό σκηνικό (Πάρις Μέξης), ο εξαίρετος Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, το χρησιμοποιεί συγκινητικά και υποδειγματικά.
Το γραφείο του «μεταμορφώνεται» σε έναν εκστασιακό και υποβλητικό χώρο, όσο το έργο προχωρά, μέσω της χρήσης απλών υλικών με ιδιαίτερους συμβολισμούς: ένα άδειο σακάκι, μικρές τάβλες , κεριά και τάματα.
Η παράσταση ευνοείται από τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα. Της χαρίζουν μια μυσταγωγική, εκκλησιαστική ατμόσφαιρα. Αλλά και η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου μάς ωθεί προς αυτήν την κατεύθυνση τόσο, όσο απαιτεί η περίσταση.
Στα ενενήντα περίπου λεπτά της διάρκειας, πιθανώς να κουράζει η πρωτότυπη γλώσσα του κειμένου: «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ. Ήτον η χαϊδεμένη της μικράς ημών οικογενείας και την ηγαπώμεν όλοι. Αλλ’ απ’ όλους περισσότερον την ηγάπα η μήτηρ μας. Εις την τράπεζαν την εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε τον καλλίτερον εις εκείνην. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, διά την Αννιώ ηγόραζε συνήθως νέα».
Η καθαρεύουσα , ωστόσο, είναι περίεργη γλώσσα. Δεν είναι η μητρική. Επινοήθηκε από τους λόγιους του 18ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε απ’ αυτούς και την κρατική γραφειοκρατία. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν εφαρμόζεται στους διαλόγους του διηγήματος. Και, σίγουρα, ο συγγραφέας αν αφηγούνταν τις αναμνήσεις του ή εάν τις αναλογιζόταν ο ίδιος, θα τις έλεγε στο ιδίωμα του τόπου καταγωγής του, τα θρακιώτικα.
Η εμφανής προσπάθεια του καλού ηθοποιού να αποδώσει τον λόγο φυσικά, να τον απαγγείλει όπως μιλούμε, φέρνει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Στολίζει ένα πτώμα.
Εκείνες οι αναμνήσεις, εκείνα τα παλιά πράγματα στη θεατρική τους επισημότητα, είναι όπως οι παλιές φωτογραφίες, όπως τα παλιά πορτραίτα, με το ελαφρά κιτρινισμένο χαρτί, τα πρόσωπα μέσα σε ένα οβάλ πλαίσιο, προστατευμένα από την κορνίζα τριγύρω και το γυαλί από πάνω τους. Αυτές οι εικόνες έχουν κάτι από εικόνισμα, όπου τώρα οι ουράνιες μορφές στον τοίχο με το καντήλι έδωσαν τη θέση τους στις προγονικές. Όμως το αντικείμενο της λατρείας δεν μπορεί να είναι ψυχολογικό αντικείμενο. Δεν επιδέχεται ανάλυση, ερμηνεία, επερώτηση και επεξήγηση.
Ένα άλλο στοιχείο, απαγορευτικό για την ψυχολογική πρόσβαση στους ανθρώπους εκείνης της εποχής, είναι το ότι η ζωή οριζόταν έντονα από την θρησκεία και τα τελετουργικά της, πολύ πριν αυτά γίνουν φολκλόρ. Το διήγημα είναι γεμάτο από δαύτα. Το τελετουργικό, με την προδιαγραμμένη του ακολουθία, με τις συνεχόμενες επαναλήψεις, π.χ. του “Κύριε ελέησον”, σε αδειάζει. Εξαλείφει το Εγώ. Ίσως σ’ αυτό το κλίμα, όπου δεν ήταν το Εγώ το σημείο αναφοράς, ήταν δυνατές και φράσεις όπως: «και επαίζαν τα βιολιά … κι’ εγύρνα η κανάτα με το κρασί από χέρι σε χέρι».
Η ψυχολογική σκέψη προϋποθέτει την εξατομίκευση, την εστίαση στο Εγώ. Μια ψυχανάλυση των προσώπων του διηγήματος, θα τους πρόσαπτε έναν ψυχισμό, ο οποίος δεν υπάρχει σ’ αυτά με τον τρόπος που εμείς γνωρίζουμε.
Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή. Οι ήρωες στο « Το αμάρτημα της μητρός μου» δεν είναι ολότελα σαν εμάς. Δεν πρέπει να τους κρίνουμε με τα δικά μας μέτρα, αλλά να προσέξουμε το πώς δείχνονται στο έργο, αυτοί οι ίδιοι.
Το διήγημα είναι αυτοβιογραφικό και, όπως πλέον μαθαίνουμε από τα παιδιά μας, έχουμε ομοδιηγητικό αφηγητή και πρωτο-πρόσωπη αφήγηση: Ο αφηγητής μιλά σε πρώτο πρόσωπο και είναι συνάμα ήρωας της ιστορίας. Και πάλι ο φιλόσοφος και λογοτέχνης Γεώργιος Βιζυηνός των 34 ετών και ο κάπου εξάχρονος Γιωργής δεν ταυτίζονται. Πρέπει να τους δούμε ξεχωριστά. Όπου, βέβαια, στον ενήλικα θα αναγνωρίσουμε απόηχους του μικρού αγοριού.
Ο Γιωργής μαθαίνει από τη μητέρα του πως, μετά τον θάνατο του βρέφους και τη δική του γέννηση, η δεύτερη κόρη, η Αννιώ, έχει όλη την προσοχή και φροντίδα της. Αυτόν τον “παραμελεί”. Ο πατέρας τον αποκαλεί “το αδικημένο του”. Ζηλεύει.
Αυτό που θέλει η μητέρα, το θέλει κι αυτός. Προσπαθεί να της είναι «όσον το δυνατόν αρεστός». Στην εκκλησία, όπου την ακούει να τον προσφέρει ως αντάλλαγμα για να σωθεί η κόρη της, κατατρομάζει. Όμως, αργότερα θα αποταθεί στον νεκρό πατέρα του, έστω και με «παράπονο». Κι όταν του εξομολογείται το αμάρτημά της, συντρίβεται:
«… σε ζητώ συγχώρησι διά την ασπλαγχνίαν μου. Σε υπόσχομαι ν’ αγαπώ το Κατερινιώ σαν την αδελφή μου, και να μη της είπω τίποτε πλέον, τίποτε δυσάρεστο».
Όταν τον παρασέρνει το ποτάμι και η μητέρα του τον σώζει, η σκέψη του διόλου δεν πηγαίνει στον κίνδυνο που διέτρεξε ο ίδιος, αλλά σ’ αυτήν: «Πώς δεν έγινα αιτία να πνιγή και εκείνη μετ’ εμού, είναι θαύμα».
Ο Γιωργής, είδαμε, αναζητά να κουρνιάσει στο κουκούλι της μητρικής εύνοιας. Το κάθε κουκούλι έχει και τις παγίδες του, διότι χωρίζει τον κόσμο στα δυο: στη θαλπωρή μέσα στο κάστρο του και στο απέξω του, που παίρνει τη συμπληρωματικοί του μορφή, αυτήν του κακού, του απειλητικού, του άγριου.
Στην αρρώστια της Αννιώς, και ιδιαίτερα στα τελευταία της, ο Γιωργής ξεφεύγει από τη σκευή των ονείρων του.
Η μητέρα του θα τον αντάλλασσε με την κόρη της. Έξω από την ασφάλεια της αγκαλιάς, έξω από τον οικείο, ζεστό κόσμο, όντα αλλόκοτα καραδοκούν να εισβάλουν:
«Οσάκις το φλογίδιον μιας κανδύλας έτρεμε, μοι εφαίνετο, πως ο Άγιος επί της απέναντι εικόνος ήρχιζε να ζωντανεύη, και εσάλευε, προσπαθών ν’ αποσπαθή από τας σανίδας, και καταβή επί του εδάφους».
Ο Γιωργής είναι μοναχικός. Δεν υπάρχουν πουθενά σημάδια κάποιας συντροφικότητας με τα αδέλφια του. Η προτίμηση της μητέρας του, και το καμάρι του γι’ αυτό, τον απομονώνει.
Στη μοναχικότητα, εκεί που ο κόσμος είναι κλειστός και άχρωμος, συχνά υπάρχει και η προσδοκία να φωτιστεί από μια μορφή που θα έρθει από αλλού, πέρα από τον τόπο του, από μια ου-τοπία.
Ο αφηγητής δεν είναι πια ο Γιωργής. Είναι ο Γεώργιος Βιζυηνός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης. Η επιλογή του “Βιζυηνός” ως ψευδώνυμο μαρτυρεί την προσκόλληση στον τρόπο καταγωγής του.
Μας κάνει εντύπωση πόσο ζωντανές, αληθινές, μένουν οι εικόνες που μας δίνει η παράσταση, ύστερα από πολλές δεκαετίες. Η πρώτη νύχτα στην εκκλησία, η τελευταία μέρα της Αννιώς είναι τόσο ανάγλυφες, σαν να τις ζει ο ήρωας τώρα. Και είναι όλες τους σκηνές που έζησε στο παρελθόν, με τρόμο.
Τέτοιες τραυματικές εμπειρίες, είναι για τους περισσότερους πάσχοντες η διαμονή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η βίωση μιας φυσικής καταστροφής, ενός δυστυχήματος, μιας κακοποιητικής συμπεριφοράς. Όσα έζησε ο μικρός Γιωργής, τον σημαδεύουν.
Είναι η εποχή, όπου η γνώση έχει πλέον καταστεί κυρίαρχος τρόπος αναφοράς στα πράγματα.
«Μου ανοίγουν τα μάτια», θα πει, «καταλαβαίνω. Κάτι είναι έγκυρο, κάτι γίνεται αποδεκτό, όταν γνωρίζω την αιτία του, το Γιατί του».
Ο βαθύτερος λόγος, η αιτία δηλαδή, γίνεται το όχημα που οδηγεί στην αθώωση. Στην άφεση των αμαρτιών. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο αφηγητής επιζητεί να ανακουφίσει την καρδιά της μητέρας:
Της λέει: «Είσαι αθώα γιατί δεν το προμελέτησες, δεν το ήθελες, δεν ήταν η πρόθεσή σου». Επιστρατεύει και τον ίδιο τον θεό, ο οποίος κρίνει, υποτίθεται, με τον αυτό τρόπο. Ζητά και τη συνεπικουρία του πατριάρχη:
«Το ύψιστον αυτού αξίωμα, το εξαίρετον κύρος, μεθ’ ου περιβάλλεται πάσα θρησκευτική του ρήτρα, έμελλεν αναμφιβόλως να εμπνεύση εις την μητέρα μου την πεποίθησιν της αφέσεως του κρίματός της».
Η μητέρα δεν πείθεται. Και ο αφηγητής τότε: «και εγώ εσιώπησα».
Μ’ αυτές τις λέξεις τελειώνει το διήγημα. Η σιωπή της αμηχανίας του. Η εξήγηση, η κατανόηση, η συγχώρεση πέφτουν στα όριά τους. Η σιωπή του αδιέξοδου των προσπαθειών του. Που κάποιες φορές μπορεί να ανοίξει δρόμους για μια τελείως άλλη εξήγηση των ανθρώπινων πραγμάτων. Κατά πόσον στον Βιζυηνό άνοιξαν τέτοιοι δρόμοι, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Αποχωρούμε από το θέατρο κρατώντας τη συγκινητική ερμηνεία του Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου και το ψυχογράφημα του Βιζυηνού, έτσι όπως το συνόψισε στη σκηνοθεσία του ο ερμηνευτής και σκηνοθέτης της παράστασης.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Σκηνικά/ Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Σχεδιασμός κίνησης: Βρισηίδα Σολωμού
Σχεδιασμός φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός φωτισμών: Ιφιγένεια Γιαννιού
Βοηθός Σκηνοθέτη: Φάνης Σακελλαρίου
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου
Video: Θάνος Μαργαρίτης
Γραφιστική επιμέλεια: xMx graphics
Παραγωγή: Phronesis (AΜKE)